-
1 φερώμεθα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φερώμεθα
См. также в других словарях:
φερώμεθα — φέρω fero pres subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)