Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

φείδομαι

  • 1 жалеть

    жале||ть
    несов
    1. (испытывать жалость) λυπδμαι, εὐσπλαγχνίζομαι, συμπονώ·
    2. (беречь, щадить) φείδομαι, φυλάγω:
    \жалеть деньги φείδομαι (или δέν σπαταλώ) τά χρήματα· \жалеть здоровье προσέχω τήν ὑγεία μου· \жалеть время φείδομαι χρόνου, δέν σπαταλώ τό χρόνο μου· не \жалетья сил χωρίς νά λυπηθούμε δυνάμεις·
    3. (сожалеть) λυπούμαι:
    я \жалетью о том, что э́то сделал λυπούμαι γι ' αὐτό πού Εκανα.

    Русско-новогреческий словарь > жалеть

  • 2 щадить

    щадить λυπούμαι, φείδομαι
    * * *
    λυπούμαι, φείδομαι

    Русско-греческий словарь > щадить

  • 3 жалеть

    ρ.δ.
    1. ευσπλαχνιζομαι, συμπονώ, λυπάμαι, ψυχοπονώ•

    жалеть широт λυπάμαι τα ορφανά.

    2. θλίβομαι•

    я -ею о потере друга λυπάμαι για το χαμό του φίλου•

    -ею о своей ощибке λυπάμαι για το λάθος μου.

    3. μτφ. φειδωλεύομαι, φείδομαι, αψυχώ•

    жалеть время φείδομαι του χρό• νου•

    не -ей хлеб μην αψυχάς το ψωμί•

    не себя, своей жизни δε λυπάμαι τον εαυτό μου, τη ζωή μου.

    || φυλάγω, διαφυλάσσω•

    жалеть здоровье προσέχω την υγεία.

    4. (διαλκ.) αγαπώ.
    εκφρ.
    не -ея сил – χωρίς να λυπούμαι δυνάμεις.

    Большой русско-греческий словарь > жалеть

  • 4 беречь

    беречь
    несов
    1. (сохранять) διατηρώ, φυλάγω, προσέχω/φρουρώ (охранять);
    2. (копить, экономить) κάνω οἰκονομἰα, μαζεύω:
    \беречь деньги μαζεύω χρήματα;
    3. (щадить) φείδομαι.

    Русско-новогреческий словарь > беречь

  • 5 дорожить

    дорожить
    несов (чем-л.) ἐκτιμώ:
    \дорожить своим временем φείδομαι χρόνου· \дорожить каждой копейкой μετρώ καί τό καπίκι, μετρώ καί τή δεκάρα· \дорожить каждой минутой μετρώ τό κάθε λεπτό.

    Русско-новогреческий словарь > дорожить

  • 6 щадить

    щадить
    несов λυπάμαι, λυπούμαι, φείδομαι:
    \щадить чье-л. самолюбие δέν θίγω τή φιλοτιμία κάποιου· не \щадить своей жизни δέν λυπάμαι τή ζωή μου· не \щадить себя θυσιάζομαι, γίνομαι θυσία.

    Русско-новогреческий словарь > щадить

  • 7 беречь

    -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•

    -гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•

    беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.

    2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•

    он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.

    3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•

    беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•

    беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.

    προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•

    беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•

    -гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !

    Большой русско-греческий словарь > беречь

  • 8 дорожить

    -жу, -жишь
    ρ.δ.
    εκτιμώ, λογαριάζω, υπολογίζω•

    им на службе очень -ат στην υπηρεσία πολύ τον εκτιμούν ή αυτός στην υπηρεσία χαίρει, μεγάλης εκτίμησης.

    || φυλάγω, προσέχω να μη χάσω, υπολογίζω, μετρώ•

    дорожить каждой минутой υπολογίζω και. το κάθε λεπτό•

    своим временем φείδομαι, χρόνου•

    он не –йт своею жизнью αυτός δεν λογαριάζει τή ζωή του•,своею честью κρατώ ψηλά την τιμή μου.

    πουλώ ακριβότερα, ζητώ περισσότερα.

    Большой русско-греческий словарь > дорожить

  • 9 жадничать

    ρ.δ.
    1. λαιμαργώ.
    2. τσιγγουνεύομαι, φείδομαι, αψυχώ, λυπάμαι.

    Большой русско-греческий словарь > жадничать

  • 10 постоять

    ρ.σ.
    1. βλ. стоять με σημ. λίγο.
    2. προστκ. -ой στάσου.
    3. αντιστέκομαι, κρατώ, βαστώ, αμύνομαι υπερασπίζω, προασπίζω.
    4. (με το αρνητ. μόριο не) δε φείδομαι, δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.

    Большой русско-греческий словарь > постоять

  • 11 скупить

    ρ.σ.μ. αγοράζω.
    φείδομαι, φε ιδολεύομαι, τσιγκουνεύομαι, λυπάμαι, αψυ-χώ•

    ты не -ишься на хлеб μην αψυχάς το ψωμί•

    скупить на деньги τσιγκουνεύομαι στα χρήματα•

    -ишься на время φείδου χρόνου•

    он не -ится обещания αυτός δεν τσιγκουνεύεται για υποσχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > скупить

  • 12 щадить

    щажу, щадишь
    -дит
    ρ.δ.μ.
    1. λυπούμαι•

    не щадить врагов δε λυπούμαι τους εχθρούς•

    смерть не -ит никого ο θάνατος (ο χάρος) δε λυπάται•

    ксг.мкма- щадить побежднных λυπούμαι τους νικημένους.

    2. φείδομαι, φειδω-εύομαι, τσιγκουνεύομαι, αψυχώ•

    не щадить своей жизни δε λυπούμαι τη ζωή μου•

    не щадить сил δε λυπούμαι δυνάμεις.

    || προφυλάσσω, φυλάγω, προσέχω, κοιτάζω•

    -ди своё здоровье πρόσεχε την υγεία σου.

    || σέβομαι• щадить чьё-н. самолюбие σέβομαι το φιλότιμο κάποιου.
    λυπούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > щадить

  • 13 экономить

    -млю, -мишь
    ρ.δ.μ.
    οικονομώ, ξοδεύω φειδωλά, κάνω οικονομία•

    экономить топливо κάνω οικονομία στα καύσιμα•

    экономить деньги κάνω οικονομία στα χρήματα•

    экономить время φείδομαι, χρόνου.

    || κάνω οικονομίες.
    οικονομούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > экономить

См. также в других словарях:

  • φείδομαι — spare pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …   Dictionary of Greek

  • φείδομαι — φείστηκα 1. κάνω μέτρια χρήση ενός πράγματος, ξοδεύω κάτι με μέτρο και περίσκεψη, το φειδωλεύομαι: Δε φείδεται το χρόνο του. 2. είμαι φειδωλός, τσιγκουνεύομαι. 3. διατηρώ κάτι σώο, το αφήνω απείραχτο, το σπλαχνίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φείδεσθε — φείδομαι spare pres imperat mp 2nd pl φείδομαι spare pres ind mp 2nd pl φείδομαι spare imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδομένων — φείδομαι spare pres part mp fem gen pl φείδομαι spare pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδόμεθα — φείδομαι spare pres ind mp 1st pl φείδομαι spare imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδόμενον — φείδομαι spare pres part mp masc acc sg φείδομαι spare pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδόμεσθα — φείδομαι spare pres ind mp 1st pl φείδομαι spare imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεισαμένων — φείδομαι spare aor part mid fem gen pl φείδομαι spare aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεισομένων — φείδομαι spare fut part mid fem gen pl φείδομαι spare fut part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεισάμενον — φείδομαι spare aor part mid masc acc sg φείδομαι spare aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»