-
1 сигнатура
1. полигр. (порядковый номер печатного листа) το υποσέλιδο 2. фарм. η οδηγία, η επιγραφή (του φαρμάκου, κολλημένη πάνω στη φιάλη/στο μπουκάλι/στη συσκευασία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнатура
-
2 dose
[dəus] 1. noun1) (the quantity of medicine etc to be taken at one time: It's time you had a dose of your medicine.) δόση2) (an unpleasant thing (especially an illness) which one is forced to suffer: a nasty dose of flu.) δόση2. verb(to give medicine to: She dosed him with aspirin.) χορηγώ(δόση φαρμάκου)- dosage -
3 доза
-ы θ.δόση (κυρίως φάρμακου). || μερίδα, μερίδιο, μερτικό. -
4 сигнатура
-ы θ.1. οδηγία λήψης φαρμάκου• η ετικέτα πάνω στο φάρμακο.2. (πολυγρ.) το υποσέλιδο.
См. также в других словарях:
φαρμακοῦ — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) φαρμακός one sacrificed masc/fem gen sg φαρμακόω medicate pres imperat mp 2nd sg φαρμακόω medicate imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμάκου — φάρμακον drug neut gen sg φάρμακος poisoner masc gen sg φαρμακόω medicate pres imperat act 2nd sg φαρμακόω medicate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФАРМАКУССЫ — • Φαρμακου̃σσαι, 1. 2 небольших острова у Саламина, н. Kyrades (см. Attica, Аттика, 19). Strab. 9, 395; 2. остров на расстоянии 120 стадий от Милета (н. Pharmakonisi), где Цезарь был взят в плен морскими разбойниками. Plut. Caes … Реальный словарь классических древностей
ακόνιον — ἀκόνιον, το (AM) μσν. το ακόνι* αρχ. είδος φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκοριστικό τού αρχαίου οοσιαστικού ἀκόνη. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «είδος φαρμάκου για τα μάτια» η σημασία αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στην ομοιότητα τού φαρμάκου με τη… … Dictionary of Greek
φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek