Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

φανῶ

  • 1 служить

    служ||и́ть
    несов
    1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:
    \служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·
    2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):
    \служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·
    3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:
    \служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·
    4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:
    эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·
    5. (выполнять свое назначение):
    пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·
    6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·
    7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος;

    Русско-новогреческий словарь > служить

  • 2 полезный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    ωφέλιμος, χρήσιμος• επωφελής• καλός•

    это -о для здоровья αυτό είναι καλό για την υγεία•

    человек ωφέλιμος άνθρωπος•

    соединять приятное с -ним συνδυάζω το τερπνό με το ωφέλιμο•

    коэффициент -ого действия (τεχ.) συντελεστής απόδοσης.

    εκφρ.
    чем я могу быть -зен? – σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος?

    Большой русско-греческий словарь > полезный

См. также в других словарях:

  • φανώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) θέλω …   Dictionary of Greek

  • Φανῶ — Φανός shining masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανῶ — φαίνω A ren. aor subj pass 1st sg (attic epic doric) φαίνω A ren. fut ind act 1st sg (attic epic doric) φανάω pres imperat mp 2nd sg φανάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φανάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φανάω pres subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανῷ — Φανός shining masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανῷ — φανάω pres opt act 3rd sg φᾱνῷ , φανός 1 shining masc/neut dat sg φᾱνῷ , φανός 2 shining masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανώ — Φανός shining masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανώ — φᾱνώ , φανός 1 shining masc/neut nom/voc/acc dual φᾱνώ , φανός 2 shining masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φᾴνω — φαίνω A ren. pres subj act 1st sg φαίνω A ren. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάνῳ — Φά̱νῳ , Φᾶνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξυφανῶ — συνεξῡ̱φανῶ , σύν , ἐκ ὑφανάω imperf ind mp 2nd sg συνεξῡφανῶ , σύν , ἐκ ὑφανάω pres imperat mp 2nd sg συνεξῡφανῶ , σύν , ἐκ ὑφανάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συνεξῡφανῶ , σύν , ἐκ ὑφανάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφανῶ — ὑφαίνω weave fut ind act 1st sg (attic epic doric) ὑ̱φανῶ , ὑφανάω imperf ind mp 2nd sg ὑ̱φανῶ , ὑφανάω pres imperat mp 2nd sg ὑ̱φανῶ , ὑφανάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑ̱φανῶ , ὑφανάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑ̱φανῶ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»