-
1 Φανης
- ητος ὅ Фанет, «Сияющий» ( бог-творец у орфиков) Diod. -
2 φανῇς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φανῇς
-
3 φανῆς
см. φαίνω -
4 αειφανης
-
5 αιγλοφανης
-
6 αμφιφανης
-
7 αριφανης
-
8 αφανης
21) невидимый, незримый(Τάρταρος Pind.; θεός Soph.; πόλος Arst.)
2) скрытый, спрятанный(ξιφίδιον Thuc.)
3) тайный, секретный(νεῦμα Thuc.; βούλευμα Plut.)
ἐν ἀφανεῖ Thuc., Plat. и ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Thuc. — тайно, втайне;μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν Xen. — было известно, что он прибегал к колдовству4) таинственный, неведомый, неизвестный(νόσος Her.)
οὐκ ἀφανῆ κρινεῖτε τέν δίκην τήνδε Thuc. — не думайте, что это осуждение останется неизвестным5) смутный, неясный(λόγος Soph.; ἐλπίς Thuc.)
6) исчезнувший, пропавший(ὅ ἥλιος ἐκλιπὼν ἀ. ἦν Her.; ὄνομα γᾶς ἀφανὲς εἶσιν Eur.)
οἱ ἀφανεῖς Thuc. — пропавшие без вести7) незаметный, безвестный(ἀ. καὴ ταπεινός Dem.)
8) ( об имуществе) обращенный в деньги, наличный(πλοῦτος Arph., Men.)
ἀφανῆ καταστῆσαι τέν οὐσάν Lys. — обратить имущество в деньги -
9 δεξιοφανης
-
10 διαφανης
21) просвечивающий насквозь, прозрачный(ὕαλος, χιτώνια Arph.; ὑδάτια Plat.)
2) блестящий, яркий(λίθος Luc. - ср. 3)
3) раскаленный(λίθος ἐκ πυρὸς δ. Her. - ср. 2)
4) явственный, ясный, очевидный(ὁμοίωσις Plat.; ἔκδηλος καὴ δ. Plut.; τάδ΄ ἤδη διαφανῆ Soph.)
5) славный, знаменитый(εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους и ἐν τοῖς ἄλλοις Plut.)
-
11 ειδωλοφανης
-
12 εκφανης
21) показывающийся, видимый(ἔν τινι Arst.; κάρυον ἐκφανὲς ἐκ τῶν λεπίδων Anth.)
πάντες ἦσαν ἐκφανεῖς ἰδεῖν Aesch. — все они предстали перед глазами2) явный, очевидный(τέκμαρ τινός Aesch.; ἐ. γενέσθαι Plat.)
ἐκφανὲς ποιεῖν τι Plut. = ἐκφαίνω 2 -
13 εμφανης
21) явный, зримый, видимый, очевидный(τινι Eur., Arph.; ποιεῖν ἐμφανῆ τὰ ἀποκεκρυμμένα Arst.)
ἕδ΄ ἐ. Eur. — вот он налицо;ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα Dem. — представить неопровержимые доказательства;εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι Xen. — становиться очевидным, обнаруживаться;οὐδαμοῦ τιμαῖς Ἀπόλλων ἐ. Soph. — нигде не видно, чтобы воздавались почести Аполлону2) действительный, подлинный, бесспорный(τέκμαρ Aesch. и τεκμήρια Soph.; κτήματα Xen.)
3) открытый, прямой, ясный(λόγος Thuc.)
ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Xen., ἐμφανέος Her. и ἐν τῷ ἐμφανεῖ Thuc., Xen. — явно, открыто;βίᾳ ἐμφανεῖ Thuc. — путем прямого насилия4) (обще)известный(τὰ κερυχθέντα Soph.)
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μέ γινωσκόμενα τεκμαίρεσθαι Her. — умозаключать от известного к неизвестному5) известный, выдающийся(ἀνέρ ἐ. Αἰγύπτιος Diod.)
-
14 επιφανης
21) (по)являющийся, (по)явившийся2) являющийся для помощи, приходящий на помощь(θεοὴ ἐπιφανέστατοι Diod.)
3) ( о местности) доступный глазу, заметный, видимый4) явный, очевидный, явственный(σημεῖα Thuc., Arst.; ἐξαμαρτάνοντες Lys.)
5) видный, знатный, известный, выдающийся, знаменитый, славный(ἄνδρες Her., Arst.; ἀνδρείᾳ Thuc. и κατ΄ ἀνδρείαν Plut.; πρὸς τὸν πόλεμον Plat.)
οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος Her. — незнатного рода6) замечательный, поразительный(νόμοι Her.)
-
15 ημεροφανης
-
16 θηλυφανης
-
17 καταφανης
21) (отчетливо) видимый, (ясно) заметный(οἱ πολέμιοι Xen.)
ἐν καταφανεῖ στρατοπεδεύεσθαι Xen. — располагаться лагерем на открытой местности2) ясный, явный, очевидный(καταφανὲς ποιεῖσθαί τι Plat.)
καὴ μάλιστά τε νῦν καταφανέστατον γέγονεν Plat. — теперь (это) стало совершенно очевидным -
18 μικροφανης
-
19 μορφοφανης
-
20 νυκτιφανης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φάνης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνης — fem nom sg φαίνω A ren. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) φανάω pres ind act 2nd sg φανάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάνῃς — Φάνης masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των … Dictionary of Greek
φανῆς — φαίνω A ren. fut ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) φανή torch fem gen sg (attic epic ionic) φᾱνῆς , φανός 1 shining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανῇς — Φάνη fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανῇς — φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνῃς — φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg φά̱νῃς , φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακριδής, Φάνης — (Αθήνα 1933 –). Φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου, γιος του Ιωάννη Κακριδή (βλ. λ.). Μετά τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια… … Dictionary of Greek
Μιχαλόπουλος, Φάνης — (Αθήνα 1895 – 1960). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά εμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων ως ποιητής και λογοτέχνης, δημοσιεύοντας ποιήματα και φιλολογικές μελέτες σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά,… … Dictionary of Greek
φανῆις — φανῇς , φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανῇς , φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)