Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

φέρτᾰτος

  • 1 Best

    adj.
    P. and V. ριστος, βέλτιστος, κρτιστος, V. φέρτατος, λῷστος (used in Plat., but rare P.), βέλτατος (rare), ἔξοχος. Vocative, also V. φέριστε (used once in Plat.).
    Fairest: P. and V. κάλλιστος.
    Be best, v.: V. πρεσβεύειν (Soph., Ant. 720).
    We will do our best to prevent it: P. οὐ περιοψόμεθα κατὰ τὸ δυνατόν (Thuc. 1, 53).
    The fort was built in the best part of the country for committing depredations: P. ἐπὶ τῆς χώρας τοῖς κρατίστοις εἰς τὸ κακουργεῖν ὠδοκομεῖτο τὸ τεῖχος (Thuc. 7, 19).
    Have the best of it: P. περιεῖναι, πλέον ἔχειν.
    To the best of one's ability: P. κατὰ δύναμιν. best, adv. P. and V. ριστα, βέλτιστα, κάλλιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Best

См. также в других словарях:

  • φέρτατος — bravest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο …   Dictionary of Greek

  • φερτάτων — φέρτατος bravest fem gen pl φέρτατος bravest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτερον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτάτου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτάτῳ — φέρτατος bravest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρη — φέρτατος bravest fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρους — φέρτατος bravest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατα — φέρτατος bravest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»