Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

φάλαγγα

  • 1 column

    ['koləm]
    1) (a stone or wooden pillar used to support or adorn a building: the carved columns in the temple.) στήλη, κολόνα
    2) (something similar in shape: a column of smoke.) στήλη
    3) (a vertical row (of numbers): He added up the column (of figures) to find the answer.) στήλη
    4) (a vertical section of a page of print: a newspaper column.) στήλη
    5) (a section in a newspaper, often written regularly by a particular person: He writes a daily column about sport.) στήλη
    6) (a long file of soldiers marching in short rows: a column of infantry.) φάλαγγα
    7) (a long line of vehicles etc, one behind the other.) φάλαγγα

    English-Greek dictionary > column

  • 2 file

    I 1. noun
    (a line of soldiers etc walking one behind the other.) φάλαγγα
    2. verb
    (to walk in a file: They filed across the road.) βαδίζω σε φάλαγγα
    II 1. noun
    1) (a folder, loose-leaf book etc to hold papers.) φάκελος
    2) (a collection of papers on a particular subject (kept in such a folder).) φάκελος
    3) (in computing, a collection of data stored eg on a disc.) αρχείο
    2. verb
    1) (to put (papers etc) in a file: He filed the letter under P.) αρχειοθετώ
    2) (to bring (a suit) before a law court: to file (a suit) for divorce.) υποβάλλω(αίτηση)
    - filing cabinet III 1. noun
    (a steel tool with a rough surface for smoothing or rubbing away wood, metal etc.) λίμα
    2. verb
    (to cut or smooth with a file: She filed her nails.) λιμάρω

    English-Greek dictionary > file

  • 3 convoy

    ['konvoi]
    1) (a group of ships, lorries, cars etc travelling together: an army convoy.) φάλαγγα, νηοπομπή
    2) (a fleet of merchant ships escorted for safety by warships.) εφοδιοπομπή

    English-Greek dictionary > convoy

См. также в других словарях:

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — η 1. παράταξη τμήματος στρατού σε μεγάλο βάθος για μάχη. 2. στρατιωτικό σώμα με ιδιαίτερη οργάνωση: Φάλαγγα ιερολοχιτών. 3. διάταξη σχηματισμού στρατεύματος ή και μαθητών: Φάλαγγα σε τετράδες. 4. η οριζόντια ράβδος της ζυγαριάς, που από τις δύο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάλαγγα — φάλαγξ line of battle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανεπιστημιακή Φάλαγγα — Στην επανάσταση του 1862, η σύγκλητος του πανεπιστημίου της Αθήνας, αποφάσισε να οργανώσει σε στρατιωτικό σώμα τους φοιτητές, με σκοπό να τους αντιτάξει σε τυχόν απόπειρες βιαιοπραγιών. Μέσα σε 6 ημέρες, 600 οπλίτες φοιτητές, χωρισμένοι σε 5… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγ' — φάλαγγα , φάλαγξ line of battle fem acc sg φάλαγγι , φάλαγξ line of battle fem dat sg φάλαγγε , φάλαγξ line of battle fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Order of battle of the Hellenic Army in the First Balkan War — The following is the order of battle of the Hellenic Army during the First Balkan War. Contents 1 Background 2 Mobilization 3 Army of Thessaly 4 Army of Epirus …   Wikipedia

  • Университетская фаланга — Офицеры Национальной гвардии (в центре) и Университетской фаланги (справа) работа Аравантинос, Паноса Унив …   Википедия

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • γαμψόνυχες — Τα νύχια των αρπακτικών πτηνών και των σαρκοφάγων θηλαστικών (αιλουροειδών). Τα νύχια αυτά είναι ισχυρά, κυρτά, πεπλατυσμένα στις πλευρές, κοφτερά, κατάλληλα να πληγώνουν, να κατασπαράσσουν και να κρατούν γερά τη λεία. Οι γ. των αρπακτικών πτηνών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»