-
1 Flag
v. intrans.P. and V. ἀπειπεῖν, παρίεσθαι, κάμνειν (rare P.), προκάμνειν (rare P.), P. παραλύεσθαι, ἐκλύεσθαι, ἀποκάμνειν, ἀπαγορεύειν.Shrink: P. and V. ὀκνεῖν, κατοκνεῖν, P. ἀποκνεῖν.Despond: P. and V. ἀθυμεῖν.——————subs.P. σημεῖον, τό (Xen.).Under a flag of truce: use adj., P. and V. ὑπόσπονδος, V. ἔνσπονδος.Without a flag of truce: use adv., P. ἀκηρύκτως, ἀκηρυκτί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Flag
-
2 Treaty
subs.P. and V. σπονδαί, αἱ.For text of a treaty see Thuc. 5, 18.Make treaty with: P. and V. σπένδεσθαι (dat.).Renew a treaty: P. ἐπισπένδεσθαι (Thuc. 5, 22).In treaty, in league with, adj.: P. and V. ἔνσπονδος (gen. or dat.).Under treaty, by terms of treaty: P. and V. ὑπόσπονδος (Eur., Phoen. 81).Included in a treaty: P. ἔνσπονδος.Excluded from treaty: P. ἔκσπονδος.Contrary to treaty: P. παράσπονδος.Act contrary to treaty, v.: P. παρασπονδεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Treaty
-
3 Truce
subs.Ar. and P. ἐκεχειρία, ἡ, P. ἀνοκωχή, ἡ.Proposals for a truce: P. λόγοι συμβατικοί, λόγοι συμβατήριοι.Make a truce, v.: P. and V. σπένδεσθαι.Break truce: P. παρασπονδεῖν.Under a flag of truce: use adj., P. and V. ὑπόσπονδος, V. ἔνσπονδος.Without a flag of truce: use adv., P. ἀκηρυκτί.Contrary to terms of truce, adj.: P. παράσπονδος.Included in a truce: P. ἔνσπονδος.Excluded from truce: P. ἔκσπονδος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Truce
См. также в других словарях:
ὑπόσπονδος — under a truce masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσπονδος — η, ο / ὑπόσπονδος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» δίνω [ή μεταφέρω] τους… … Dictionary of Greek
ὑπόσπονδον — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem acc sg ὑπόσπονδος under a truce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδοις — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδου — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδους — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδων — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδῳ — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσπονδα — ὑπόσπονδος under a truce neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσπονδοι — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek