Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

υπηρεσιακά

  • 1 вступать

    μπαίνω, εισέρχομαι
    - в брак παντρεύομαι, συνάπτω γάμο
    αναλαμβάνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα
    - в переговоры αρχίζω τις διαπραγματεύ-σεις/συνομιλίες
    - в строй см. - в эксплуатацию - в эксплуатацию - σε λειτουργία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вступать

  • 2 долг

    долг
    м
    1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:
    чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·
    2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό.

    Русско-новогреческий словарь > долг

  • 3 служба

    слу́жб||а
    ж
    1. ἡ ὑπηρεσία/ ἡ θέση (место):
    госуда́рственная \служба ἡ κρατική ὑπηρεσία· действительная \служба воен. ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία· быть на военной \службае ὑπηρετώ στον στρατὅ поступить на \службау μπαίνω στήν ὑπηρεσία, διορίζομαι·
    2. (отрасль, организация) ἡ ὑπηρεσία, то τμήμα:
    \служба связи воен. ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων \служба погоды ἡ μετεωρολογική ὑπηρεσία·
    3. церк. λειτουργία, ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἀκολουθία·
    4. \службаы мн. (постройки) уст. τά παραρτήματα σπιτιοϋ, τά ὑπηρεσιακά κτίρια· ◊ сослужить кому́-л. \службау παρέχω ἐκδούλευση σέ κάποιον не в \службау, а в дру́жбу погов. χάριν φιλίας.

    Русско-новогреческий словарь > служба

  • 4 служебный

    служебн||ый
    прил
    1. ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπηρετικός:
    \служебныйые обязанности τά ὑπηρεσιακά καθήκοντά в \служебныйые часы στίς ὠρες ὑπηρεσίας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·
    2. (вспомогательный) βοηθητικός:
    \служебныйые слова лингв. α ἰ βοηθητικές λέξεις.

    Русско-новогреческий словарь > служебный

  • 5 функция

    фу́нкци||я
    ж
    1. в разн. знач. ἡ λειτουργία·
    2. мат ἡ συνάρτηση [-ις]·
    3. перен (обязанность) τά καθήκοντα, τά χρέη:
    выполнять \функцияи кого́-л. ἐκτελῶ χρέη· служебные \функцияи τά ὑπηρεσιακά καθήκοντα.

    Русско-новогреческий словарь > функция

  • 6 вступить

    -плю, -пишь ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•

    вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,

    2. γίνομαι μέλος•

    вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.

    3. οίρχίζω, ανοίγω•

    вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•

    вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.

    εκφρ.
    вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•
    во владение – γίνομαι κτήτορας•
    вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•
    вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•
    вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•
    - на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•
    вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.
    1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•

    вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.

    2. (απλ.) επεμβαίνω•

    -лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.

    Большой русско-греческий словарь > вступить

  • 7 дружба

    θ.
    φιλία•

    свести -у πιάνω φιλία•

    под видом -ы κάνοντας το φίλο•

    быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•

    не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.

    Большой русско-греческий словарь > дружба

  • 8 исполнить

    ρ.σ.μ.
    1. εκτελώ, εκπληρώνω, εφαρμόζω• πραγματοποιώ• ικανοποιώ•

    исполнить приказ εκτελώ διαταγή•

    исполнить желание εκπληρώνω επιθυμία•

    исполнить поручение εκτελώ παραγγελία•

    исполнить своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου•исполнить свой долг εκπληρώνω το καθήκο μου•

    исполнить свои обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα•

    исполнить свой обязательства εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου•

    исполнить просьбу ικανοποιώ μια παράκληση.

    2. αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παίζω•

    исполнить роль παίζω το ρόλο•

    исполнить гимн παίζω τον ύμνο•

    исполнить танец χορεύω (είδος χορού)•

    исполнить стихотворние απαγγέλλω ποίημα.

    1. εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι.
    2. συμπληρώνω, κλείνω•

    мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια.

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ•

    исполнить сердце надеждой (ή наджды) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες.

    γεμίζω, πληρούμαι•

    душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > исполнить

  • 9 конторский

    επ.
    του γραφείου•

    -ие служащие οι υπάλληλοι του γραφείου (γραφιάδες)•

    -ое помещение το γραφείο•

    -ие книги τα υπηρεσιακά βιβλία.

    Большой русско-греческий словарь > конторский

  • 10 мелочь

    -и, γεν. πλθ.θ.
    1. μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, λιανικά•

    всякая мелочь παντοειδή μικροπράγματα.

    || (για αντικείμενα ή ζώα) αθρσ. τα μικρά. || τα μικρά παιδιά. || μτφ. οι μικροί, οι κατώτεροι άνθρωποι (κοινωνικά ή υπηρεσιακά).
    2. αθρσ. τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα.
    3. πράγμα ασήμαντο, αναξιόλογο, τιποτένιο. || μικρολεπτομέρεια.
    εκφρ.
    α) λιανικώς• продавать по -ам – πουλώ λιανικώς•
    β) από λίγα, κατά μικρές ποσότητες• покупать по -ам – αγοράζω από λίγα πράγματα•
    размениваться по -ам ή на -и – ασχολούμαι (καταγίνομαι) με μικροπράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > мелочь

  • 11 обязанность

    θ.
    υποχρέωση, χρέος, καθήκον•

    считаю своей -ью θεωρώ υποχρέωση μου•

    права и -и δικαιώματα και υποχρεώσεις•

    исполнять свой -и εκπληρώνω (εκτελώ) τις υποχρεώσεις μου ή τα καθήκοντα μου•

    служебные -и υπηρεσιακά καθήκοντα•

    вменять что-л. в -επιβάλλω κάτι σαν καθήκον•

    всеобщая войнс-кая обязанность γενική στρατιωτική υποχρέωση.

    Большой русско-греческий словарь > обязанность

  • 12 повысить

    -ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повышенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. υψώνω ανυψώνω, ανεβάζω•

    повысить цену ανεβάζω την τιμή•

    повысить голос υψώνω τη φωνή.

    || αυξαίνω, αναπτύσσω, μεγαλώνω, δυναμώνω•

    повысить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της δουλειάς•

    повысить интерес αναπτύσσω το ενδια-φέρο•

    повысить требования μεγαλώνω τις απαιτήσεις•

    повысить знания πλουτίζω τις γνώσεις.

    2. προάγω, προβιβάζω (στην υπηρεσία)•

    повысить в должности προάγω στο βαθμό.

    1. υψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι. || αυξαίνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.
    2. προάγομαι (υπηρεσιακά).

    Большой русско-греческий словарь > повысить

  • 13 присутствовать

    -ствую, -ствуешь, μτχ. ενστ. присутствующий
    ρ.δ.
    1. είμαι παρών,παρ ίσταμαι, παρευρίσκομαι•

    присутствовать на собрании είμαι παρών στη συνέλευση•

    он не -ал при нашем разговоре αυτός δεν παρευρίσκονταν στη συνομιλία μας.

    || υπάρχω.
    2. παλ. υπηρετώ, εκτελώ υπηρεσιακά καθήκοντα.

    Большой русско-греческий словарь > присутствовать

  • 14 стаж

    α.
    1. χρόνος, χρονική άσκηση επαγγέλματος υπηρεσίας• χρόνια εργασίας, υπηρεσίας•

    трудовой стаж εργάσιμα ή υπηρεσιακά χρόνια, ηλικία•

    партийный -κομματ ική ηλικία•

    профсоюзный стаж συνδικαλιστική ηλικία.

    2. χρόνος πρακτικής εξάσκησης•

    проходить -περνώ πρακτική εξάσκηση.

    Большой русско-греческий словарь > стаж

  • 15 функция

    θ.
    1. (γραπ. λόγος)• λειτουργία• φαινόμενο•

    функция слюнной железы η λειτουργία του σιαλογόνου σ.δενα.

    2. (μαθ.) η συνάρτηση•

    тригонометрические -и τριγωνομετρικές συναρτήσεις.

    3. μτφ. υποχρέωση, χρέος, καθήκον•

    служебныефункцияи υπηρεσιακά καθήκοντα•

    исполнять свою -ю в обществе εκτελώ τις υποχρεώσεις μου στην κοινωνία.

    4. σημασία, προορισμός, ρόλος•

    функция родительного падежа η σημασία της γενικής πτώσης (στη γραμματική)•

    функция денег ο ρόλος των χρημάτων.

    εκφρ.
    выступать в -и – εμφανίζομαι με την ιδιότητα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > функция

См. также в других словарях:

  • υπηρεσιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπηρεσία (α. «υπηρεσιακό έγγραφο» β. «υπηρεσιακά καθήκοντα») 2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία του, αυτός που εκτελεί αμερόληπτα τα καθήκοντά του 3. φρ. α) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» βλ.… …   Dictionary of Greek

  • υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… …   Dictionary of Greek

  • ατοποθέτητος — η, ο 1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε ή δεν μπορεί να τοποθετηθεί κάπου 2. αυτός που δεν τοποθετήθηκε υπηρεσιακά, δεν ορίστηκε δηλ. ο τόπος της υπηρεσίας του 3. αυτός που δεν παίρνει θέση σε κάποιο κρίσιμο θέμα, δεν τοποθετείται σ αυτήν ή εκείνη την …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδότηση — Όρος που σημαίνει την έκφραση γνώμης ενός προσώπου, μιας αρχής, συμβουλίου κλπ. κατά την περίπτωση στην οποία αρμόδιο λήψης απόφασης είναι άλλο πρόσωπο, αρχή ή δικαστήριο. Στην πολιτική και στην ποινική δικονομία προβλέπεται η γ. των… …   Dictionary of Greek

  • δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… …   Dictionary of Greek

  • διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… …   Dictionary of Greek

  • νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… …   Dictionary of Greek

  • υπογραφέας — ο / ὑπογραφεύς, έως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραφεύς Ν νεοελλ. 1. υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τα υπηρεσιακά έγγραφα 2. βαθμός υπαλλήλου, κατώτερος από τού γραφέα μσν. αρχ. ο ιδιαίτερος γραμματέας τού αυτοκράτορα αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»