-
1 ὑπερανατίθεμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερανατίθεμαι
См. также в других словарях:
υπερανατίθεμαι — Α ανατίθεμαι πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνατίθεμαι «τοποθετώ πάνω σε κάτι»] … Dictionary of Greek
1 ὑπερανατίθεμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερανατίθεμαι
υπερανατίθεμαι — Α ανατίθεμαι πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνατίθεμαι «τοποθετώ πάνω σε κάτι»] … Dictionary of Greek