-
1 меценатство
меценат||ствос ἡ προστασία τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνών. -
2 меценатство
[μιτσυνάτστβα] ουσ. ο. προστασία των τεχνών και των γραμμάτων -
3 меценатство
[μιτσυνάτστβα] ουσ ο προστασία των τεχνών και των γραμμάτων -
4 покровитель
-я α.-нща, -ы θ.προστάτης, -ιδα, υπερασπιστής, -ίστρια•покровитель города προστάτης της πόλης, ο πολιούχος•
покровитель малолетнего κηδεμόνας ανήλικου•
покровитель наук и искусств προστάτης των Γραμμάτων και των Τεχνών(Μαικήνας).
-
5 ценитель
ценительм αὐτός πού ξέρει νά ἐκτιμήσει/ ὁ γνώστης (знаток):\ценитель иску́сства ὁ γνώστης τῶν τεχνών. -
6 графика
-и θ.1. οι γραφικές τέχνες (ιχνογραφία, ζωγραφική, χαρακτική). || έργα γραφικών τεχνών•выставка советской -и έκθεση σοβιετικών γραφικών τεχνών.
2. (γλωσ.) γραφή, παράσταση των φθόγγων με γράμματα. -
7 училище
училищес ἡ σχολή, τό σχολεῖο[ν]:ремесленное \училище ἡ ἐπαγγελματική σχολή· педагогическое \училище τό διδασκαλεϊθ[ν]· мореходное \училище ἡ σχολή ἐμπορικοὔ ναυτι-κοῦ· художественное \училище ἡ σχολή καλών τεχνών военное \училище а) ἡ στρατιωτική σχολή, б) ἡ σχολή τῶν Ευελπίδων (в Греции)· техническое \училище ἡ τεχνική σχολή· военно-морское \училище а) ἡ ναυτική σχολή, б) ἡ σχολή των Δοκίμων (в Греции)· авиационное \училище а) ἡ σχολή ἀεροπόρων, б) ἡ σχολή τῶν 'Ικάρων (в Греции \училище военное). -
8 золотой
επ.1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•
золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.
|| χρυσαφής•-ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•
-ая рыба το χρυσόψαρο•
золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.
2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•-ые слова χρυσά λόγια•
золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•
золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.
3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•
-ая моя χρυσή μου.
εκφρ.золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•- ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•- ая молоджь – ειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•- ая рота – παλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•- ая свадьба – χρυσοί γάμοι•- ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•золотой стандарт – χρυσός κανόνας•золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•- ое время – ο πολύτιμος χρόνος•сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•- ых дел мастер – ο χρυσοχόος. -
9 училище
η σχολή(военизированное) - των ναυτικών δοκίμων (относится к высшим учебным заведениям Греции и соответствует Морской Академии)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > училище
-
10 искусствовед
ο τεχνοκριτικός, ο τεχνοκρίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искусствовед
-
11 искусствоведение
искусствовед||ениес ἡ τεχνολογία, ἡ ἰστορία καί κριτική τῶν καλῶν τεχνών. -
12 художество
худож||ествос1. ἡ καλλιτεχνία, ἡ τέχνη:2. (проделка) разг τό τέχνασμα, ἡ κατεργαριά. -
13 академия
и θ.Ακαδημία•академия СССР Ακαδημία της ΕΣΣΔ•
академия художеств Ακαδημία των Καλών Τεχνών.
-
14 меценат
-а α. (γραπ. λόγος) μαικήνας (ως προστάτης των γραμμάτων και Τεχνών). -
15 меценатство
-а ουδ.προστασία των γραμμάτων και Τεχνών.
См. также в других словарях:
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών — (ΑΣΚΤ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία του ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο — (ΕΜΠ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο διδάσκονται θετικές και πρακτικές επιστήμες καθώς και καλές τέχνες (η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών είναι ανεξάρτητο ίδρυμα). Αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και υπάγεται στην άμεση εποπτεία του… … Dictionary of Greek
Μπάουχαους — (Bauhaus, από τις γερμανικές λέξεις Bau = κατασκευή και Haus = κατοικία). Έτσι ονομαζόταν η κρατική σχολή της αρχιτεκτονικής της Βαϊμάρης, το κτίριο της οποίας είχε σχεδιάσει το 1905 ο Χένρι βαν ντε Βέλντε, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek