Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τῶν+μήλων

  • 1 яблочный

    επ.
    μήλινος, μηλικός, των μήλων ή από μήλα•

    яблочный запах η μυρουδιά των μήλων•

    яблочный пирог η μηλόπιτα•

    -ая кожица η φλούδα των μήλων•

    -ое варенье γλυκό από μήλα.

    εκφρ.
    - ая кислота – το μηλικό οξύ.

    Большой русско-греческий словарь > яблочный

  • 2 сезон

    α.
    1. εποχή•

    зимний сезон η εποχή του χειμώνα.

    2. σαιζόν, περίοδος•

    театральный сезон θεατρική σαιζόν•

    сезон яблок η εποχή των μήλων•

    сезон винограда εποχή των σταφυλιών.

    Большой русско-греческий словарь > сезон

  • 3 скуловой

    επ.
    των μήλων των μάγουλων•

    -ая кость το ζυγοματ ικό οστό.

    || (για σκάφος) της πάρειάς.

    Большой русско-греческий словарь > скуловой

  • 4 съёмка

    θ.
    1. πάρσιμο, λήψη.
    2. αφαίρεση, βγάλσιμο•

    съёмка сметаны βγάλσιμο της κρέμας (από το γάλα)•

    съёмка шкуры αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο.

    3. μάζωμα, συγκέντρωση•

    съёмка урожая το μάζωμα της σοδειάς•

    съёмка яблок το μάζωμα των μήλων.

    4. ενοικίαση, νοίκιασμα•

    комнаты ενοικίαση δωματίου.

    5. φωτογράφιση, βγάλσιμο, τράβηγμα φωτογραφίας•

    съёмка фильма το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας.

    6. αποτύπωση εδάφους.

    Большой русско-греческий словарь > съёмка

  • 5 шафран

    α.
    1. κρόκος, σαφράν (φυτό). || ζαφουριά, τα στίγματα των λουλουδιών του κρόκου.
    2. είδος μηλιάς και μήλων της.

    Большой русско-греческий словарь > шафран

См. также в других словарях:

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • οπλοκάμπη — η εντομολ. γένος σύμφυτων υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τενθρεδινίδες με είδη που οι προνύμφες τους αναπτύσσονται στο εσωτερικό τών μήλων, τών αχλαδιών, τών δαμάσκηνων και άλλων καρπών και προκαλούν την πρόωρη πτώση τους επιφέροντας μεγάλες …   Dictionary of Greek

  • επιμηλίδες — ἐπιμηλίδες, αἱ (Α) φρ. «Ἐπιμηλίδες Νύμφαι» νύμφες προστάτιδες τών «μήλων», τών κοπαδιών από αιγοπρόβατα …   Dictionary of Greek

  • καρπόκαψα — (Carpocapsa). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των τορτρικιδών, που περιλαμβάνει χρυσαλλίδες μήκους περίπου 1 εκ. Τα φτερά τους είναι καφέ, διακοσμημένα με πιο σκούρες γραμμές και έχουν άνοιγμα 2 εκ. Γεννούν τα αβγά τους στους νεαρούς… …   Dictionary of Greek

  • GILVUS Color — Graece κιῤρὸς, flavo dilutior est. Unde Hippocrates de victu in Morb. acut. Com. 3. vinum album, cum veterascit, semper fieri κιῤρότερον, gilvius, et tandem etiam ξανθὸν, flavum, tradit. Eundem colorem in equis saepe memorant Vett. Varro apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μήλινος — η, ο (ΑΜ μήλινος, ίνη, ον, Α δωρ. τ. μάλινος, ίνη, ον) [μήλον (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή αυτός που προέρχεται από τη μηλιά νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μηλίνη αλοιφή που παρασκευάζεται με βάση τον χυμό τών μήλων αρχ. 1. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • μακρομηλία — η εξόγκωση τών μήλων τού προσώπου …   Dictionary of Greek

  • τεχνάζω — ΝΜΑ [τέχνη] μέσ. τεχνάζομαι επινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι νεοελλ. (το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώ μσν. (το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.) αρχ. 1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη …   Dictionary of Greek

  • Άβαλον — (Avalon).Μυθικό νησί του βρετανικού κύκλου θρύλων και αφηγήσεων. Το όνομά του σημαίνει νησί των μήλων. Στην κελτική μυθολογία αντιστοιχεί με τα ελληνικά Ηλύσια Πεδία. Σύμφωνα με τον μύθο, εκεί οδηγήθηκε ο βασιλιάς Αρθούρος για να γιατρευτεί από… …   Dictionary of Greek

  • καπρονικό οξύ — Ονομασία κορεσμένου μονοκαρβονικού οξέος του τύπου CH3(CH2)4COOH. Είναι άχρωμο ή ελαφρώς κίτρινο ελαιώδες υγρό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στον αιθέρα· έχει ισχυρή όξινη γεύση, δυσάρεστη οσμήκαι σημείο βρασμού 205°C. Παρασκευάζεται με πολλές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»