Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὸ+αὐτὸ+τοῦτο

  • 1 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 2 этот

    эт||от
    1. мест, указат. αὐτός, τοῦτος:
    \этот человек αὐτός ὁ ἄνθρωπος· кто \этот человек? ποιος εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;·
    2. в знач. сущ. э́то αὐτό, τοῦτο:
    это мое желание αὐτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία μου· эта хорошо́ αὐτό εἶναι καλό· это я вижу αὐτό τό βλέπω· что это? τί εἶναι αὐτό;· все э́то ὅλ' αὐτά· я \этотого не говорил δέν είπα τίποτε τέτοιο· дайте мне вот \этотого δώστε μου αὐτό· ◊ вместе с \этотим, при \этотом μαζί μ' αὐτό· для \этотого γι ' αὐτό, γιά τοῦτο.

    Русско-новогреческий словарь > этот

  • 3 Purpose

    subs.
    P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπνοια, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.
    Deliberate choice of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Make it one's purpose to: P. προαιρεῖσθαι (infin.).
    Keep to your present purpose: V. σῶζε τὸν παρόντα νοῦν (Æsch., P.V. 392).
    For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. εἰς αὐτὸ τοῦτο, αὐτοῦ τούτου ἕνεκα.
    A sickle made for the purpose: P. δρέπανον ἐπὶ τοῦτο εἰργασθέν (Plat., Rep. 353A).
    For what purpose? P. τοῦ ἕνεκα; P. and V. ἐπ τῷ; see Why.
    On purpose, deliberately: P. and V. ἐκ προνοίας (Eur., H.F. 598), P. ἐκ παρασκευῆς, Ar. and P. ἐπτηδες, ἐξεπτηδες; see also Intentionally.
    Voluntarily: P. and V. ἑκουσίως, V. ἐξ ἑκουσίας.
    Done on purpose, voluntary (of things): P. and V. ἑκούσιος.
    To good purpose: P. and V. εἰς καιρόν, V. πρὸς καιρόν.
    To no purpose: see in vain, under Vain.
    Without purpose, at random: P. and V. εἰκῆ.
    Vainly: P. and V. μτην, V. ματαίως.
    Not without purpose: V. οὐκ ἀφροντίστως.
    ——————
    v. trans. or absol.
    With infin., P. and V. βουλεύειν, ἐννοεῖν, νοεῖν, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.
    Be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Purpose

  • 4 Expressly

    adv.
    For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. αὐτοῦ τούτου ἕνεκα, εἰς αὐτὸ τοῦτο.
    On purpose: P. and V. ἐκ προνοίας, Ar. and P. ἐπτηδες, P. ἐκ παρασκευῆς; see under Purpose.
    Explicitly: P. and V. ἄντικρυς, P. διαρρήδην.
    By name: P. ὀνομαστί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Expressly

  • 5 Very

    adv.
    P. and V. μλα, σφόδρα, Ar. and V. κάρτα (rare P.).
    Much: P. and V. πολύ, Ar. and V. πολλ.
    Exceedingly: P. περβαλλόντως, ἀμηχάνως, διαφερόντως, Ar. and P. περφυῶς, V. ἐξόχως.
    The very man, the man himself: use P. and V. αὐτὸς νήρ.
    The very same: P. and V. ὁ αὐτός, αὑτός.
    This very thing: P. and V. αὐτὸ τοῦτο, τοῦτʼ αὐτό.
    On the very day, adv.: P. and V. αὐθήμερον.
    At the very moment: P. and V. αὐτκα, Ar. and P. αὐτόθεν.
    On the very spot: P. and V. αὐτοῦ.
    From the very spot: P. and V. αὐτόθεν.
    To the very spot: Ar. and P. αὐτόσε.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Very

  • 6 сё

    сего αντωνυμία δε ικτική • αυτό, τούτο.

    Большой русско-греческий словарь > сё

  • 7 Specific

    subs.
    See Remedy.
    ——————
    adj.
    Clear, fixed: P. and V. σαφής.
    For this specific purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Specific

  • 8 этот

    этого α., эта, этой θ., это, этогоб ουδ. αντων. δεικτική•
    αυτός, -ή, -ό, (ε)τούτος, -η, -ο, ούτος, αύτη, τούτο•

    этот человек αυτός ο άνθρωπος•

    эта женщина αυτή η γυναίκα•

    это платье αυτό το φόρεμα•

    эти книги αυτά τα βιβλία•

    при этом κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, επί πλέον•

    с этим μ αυτό•

    в этом σ αυτό•

    без этого χωρίς αυτό•

    после этого ύστερ απ αυτό•

    об этом γι αυτό,περί αυτού•

    на этом σ αυτό, εδώ•

    я на это не согласен εδώ δε συμφωνώ•

    он наказан за это αυτός τιμωρήθηκε γι αυτό•

    меня к этому принудили με εξανάγκασαν γι αυτό•

    это этот моя мечта αυτό είναι το όνειρο μου•

    это мне не нравится αυτό δε μου αρέσει•

    об эту пору αυτήν την ώρα•

    я приду завтра об эту пору θα έρθω αύριο, την ίδια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > этот

  • 9 вот

    вот
    частица
    1. (указательная) νά, ἰδού:
    \вот где я живу́ νά ποῦ κατοικώ, νά ποῦ μένω· \вот как было Дело νά πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεση· \вот это, вот эта αὐτό, αὐτη·
    2. (в заключение) νά, ιδού:
    \вот и все αὐτό ήτανε ὀλο· \вот и готово Ετοιμο·
    3. (в восклицании) καί, νά:
    \вот так неожиданность! ἄλλο ἀναπάντεχο καί τοϋτο!· \вот как! ὡστε ἔτσι λοιπόν!· \вот и отлично! περίφημα!· \вот и мы! νἄμαστε καί μεῖς!·
    4. (при логическом ударении):
    \вот вас-то мне и надо ἐσάς ἀκριβῶς ζητούσα! \вот этого я вам не обещаю αὐτό δέν σας τό ὑπόσχομαι· ◊ \вот так! (одобрение) ἐτσι μπράβο!· \вот еще! (несогласие) νάτα μας!

    Русско-новогреческий словарь > вот

  • 10 Eruption

    subs.
    Eruption of a volcano — This eruption is said to have occurred fifty years after the former one: P. λέγεται δὲ πεντηκοστῷ ἔτει ῥυῆναι τοῦτο μετὰ τὸ πρότερον ῥεῦμα (Thuc. 3, 116).
    In this very spring there was an eruption of lava from Etna: P. ἐρρύη περὶ αὐτὸ τὸ ἔαρ τοῦτο ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης (Thuc. 3, 116).
    Eruption of the skin: V. λειχήν, ὁ, P. ἕλκος, τό.
    Break out into eruptions: P. ἕλκεσιν ἐξανθεῖν ( Thuc 2, 49).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eruption

  • 11 а

    а I
    союз
    1. (при противопоставлении) καί:
    я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;
    2. (после отрицания) ἀλλα:
    я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;
    3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:
    прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;
    4. (при присоединении) καί:
    он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε
    5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:
    он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.
    а II
    частица разг ἔ, τί λές:
    пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.
    а III
    межд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:
    а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους!

    Русско-новогреческий словарь > а

  • 12 правда

    правд||а
    ж
    1. ἡ ἀλήθεια:
    су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·
    2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:
    это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·
    3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα

    Русско-новогреческий словарь > правда

  • 13 Fact

    subs.
    P. and V. ἔργον, τό, πρᾶγμα, τό.
    Event: P. and V. συμφορά, ἡ, Ar. and P. συντυχία, ἡ.
    Truth: P. and V. λήθεια, ἡ, τἀληθές.
    Those who look for the facts of the case: P. οἱ τὴν ἀκρίβειαν ζητοῦντες τῶν πραγμάτων (Antiphon, 139).
    You seek to discover the facts of the case: P. ζητεῖτε εὐρεῖν τὴν ἀλήθειαν τῶν γεγενημένων (Isae. 70).
    Really: P. and V. ὄντως, P. τῷ ὀντί.
    As the facts themselves proved: P. ὡς αὐτὸ τὸ ἔργον ἐδήλωσε (Dem. 928).
    It is not the same thing to state a surmise and proclaim what is said as a fact: V.τοὐτὸ δʼ οὐχὶ γίγνεται δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον (Soph., Trach. 425).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fact

См. также в других словарях:

  • τουτί — Α (αντων.) (αττ. τ.) αυτό, τούτο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο, ουδ. τής αντων. οὗτος + επιτατ. ί*] …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

  • αγαθοειδής — ἀγαθοειδής, ές (AM) αυτός που φαίνεται αγαθός, που έχει τη μορφή τού αγαθού εκκλ. οἱ ἀγαθοειδεῖς οι άγγελοι, σε αντίθεση προς τον Θεό, που είναι αυτό τούτο το αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + εἰδὴς < εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • καταδέχομαι — (AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι) νεοελλ. μσν. δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας») μσν. επιτρέπω μσν. αρχ. 1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς… …   Dictionary of Greek

  • ԴՈՅՆ — I. (դորին, դմին. դովին, վիմբ. դոքին, դոցին, ցունց, ցուն, դովիմբք կամ դոքիմբք.) NBH 1 0638 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c (դերան. ցուց. ա.գ.) Երրորդ դէմ որպէս յանդիմանակաց եւ միջին՝ ընդ հեռաւոր եւ ընդ մերձաւոր. Այդ. նոյն այս,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»