-
1 плавить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавить
-
2 таяние
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таяние
-
3 плавить
плавитьнесов τήκω, λυώνω, χωνεύω \плавиться τήκομαι, λυώνομαι, χύνομαι, χωνεύομαι. -
4 расплавиться
расплавить||сяλυώνω (άμετ.), ρευστοποιούμαι, τήκομαι. -
5 растапливаться
растапливаться Iнесов (о печи и т. ἡ.) καίω (άμετ.), ἀνάβω (άμετ.).растапливаться IIнесов (расплавляться) λυώνω (άμετ.), τήκομαι. -
6 таять
тая||тьнесов1. λυώνω (άμετ.), τήκω, τήκομαι:конфета тает во рту τό σοκο-λατίνι λυώνει στό στόμα· сегодня тает безл σήμερα τά χιόνια λυώνουν снег тает τό χιόνι λυώνει·2. (исчезать) σβύ-νω, χάνομαι:зву́ки тают οἱ ήχοι σβύ-νουν3. перен (чахнуть) ἐξαντλοῦμαι, φθίνω:си́лы тают οἱ δυνάμεις ἐξαντλοῦν-ται· она тает как свечка λυώνει σάν τό κερί·4. (млеть) разг λιγώνομαι, λυώνω:\таятьть от любви λυώνω ἀπό Ερωτα -
7 топиться
топиться Iнесов (о печи) θερμαίνομαι, πυρώνομαι, ζεσταίνομαι.топиться IIнесов (плавиться) λύωνω (άμεχ.), ἀναλύομαι, τήκομαι.топиться IIIнесов (утопиться) πνίγομαι. -
8 выплавить
-
9 вытаять
-тает, ρ.σ.1. λιώνω, τήκομαι•снег -ял το χιόνι έλιωσε.
2. εμφανίζομαι,προβάλλω κάτω από το χιόνι•-ла тропинка με το λιώσιμο του χιονιού φάνηκε το μονοπάτι.
-
10 вытопить
-
11 дотаять
-аетρ.σ.λιώνω, τήκομαι εντελώς. -
12 истаять
-аю, -аешь ρ.σ.λιώνω, τήκομαι•воск весь -ял το κηρί όλο έλιωσε.
|| μτφ. εξασθενίζω•она совсем -ла от тоски αυτή έλιωσε από τη θλίψη.
-
13 наплавить
-
14 натопить
натопить 1-оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.καίω θερμαίνω, ζεσταίνω•натопить печь καίω τη θερμάστρα ή το φούρνο•
натопить квартиру θερμαίνω το διαμέρισμα.
καίω θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.натопить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. натопить).1. λιώνω, ρευστοποιώ (πολύ, πολλά)•натопить воску λιώνω πολύ κηρί•
натопить кастрюлю жиру λιώνω μια κατσαρόλα λίπος.
2. διαλύω• ετοιμάζω•натопить молоко ετοιμάζω (διαλύοντας γάλα συμπυκνωμένο).
λιώνω, τήκομαι, ρευστοποιούμαι•из снега -лось ведро воды από το χιόνι βγήκε.(έλιωσε) ένας κουβάς νερό.
-
15 оплавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.τήκω, λιώνω. || καθαρίζω με την τήξη.τήκομαι γύρω ή κατά την επιφάνεια. -
16 оплыть
-
17 отечь
отеку, отечшь, отекут, παρλθ. χρ. отёк, отекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. откший ρ.σ.1. πρήζομαι (λόγω εκροής στους ιστούς);μουδιάζω.2. (για κηρί) λιώνω, τήκομαι (κατά την καύση). -
18 оттаять
-аю, -аешьρ.σ. ξεπαγώνω, τήκομαι, λιώνω. || μτφ. μαλακώνω, γίνομαι ήπιος. -
19 переплавить
-влю, -вишьρ.σ.μ. ξανάλιώνω, τήκω ξανά, ξαναχύνω (για μέταλλα).τήκομαι ξανά, ξαναχύνομαι.-влю, -вишьρ.σ.μ. περνώ, διαβιβάζω, διαπορθμεύω. -
20 перетопить
ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).1. ανάβω, ανάπτω•перетопить все пчи ανάβω όλες τις θερμάστρες ή τους φούρνους.
2. ανάβω ξανά.3. καίω, καταναλώνω•перетопить все дрова καίω ολα τα καυσόξυλα.
ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. топить 2).1. λιώνω, τήκω;•перетопить воск λιώνω το κηρί•
перетопить сало λιώνω το λίπος.
2. λιώνω (όλο, όλα, πολύ, πολλά).τήκομαι, λιώνω.-топлю, -топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.πνίγω (για όλους, πολλούς).πνίγομαι • βουλιάζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τήκομαι — τήκω melt pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήκομ' — τήκομαι , τήκω melt pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιοτακής — γυιοτακής, ές (Α) 1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη τού σώματος 2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη τού σώματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + τακής < ετάκην, αόρ. τού τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»] … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κηροτακίς — κηροτακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ξύλινο πινάκιο σαν παλέτα, μέσα στο οποίο οι ζωγράφοι τοποθετούσαν μαλακό κερί για να τό χρησιμοποιήσουν στη ζωγραφική πάνω σε ξύλο 2. πινάκιο στο οποίο οι αλχημιστές τοποθετούσαν το μαλακό κερί που χρησιμοποιούσαν σε… … Dictionary of Greek
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
μέλδω — (Α) 1. μαλακώνω κάτι με βράσιμο, βράζω, λειώνω, τήκω («γέντα βοὸς μέλδοντες», Καλλίμ.) 2. (το μέσ. ή παθ.) μέλδομαι (στον Όμ.) τήκω, λειώνω («ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον... κνίσην μελδόμενος απαλοτρεφέος σιάλοιο» όπως μια χύτρα μέσα βράζει... και… … Dictionary of Greek
μοιρώ — μοιρῶ, άω (Α) [μοίρα] 1. διανέμω, μοιράζω 2. μέσ. μοιρῶμαι, άομαι α) μοιράζομαι με άλλους β) παίρνω κάτι ως μερίδιο, ως κλήρο μου γ) διασπῶ 3. παθ. τήκομαι, λειώνω 4. (ο παθ. παρακμ. στο γ εν. πρόσωπο ως απρόσ.) μεμοίραται είναι πεπρωμένο, είναι… … Dictionary of Greek
οργάζω — ὀργάζω (ΑΜ) κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ. β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῡντες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.) αρχ. παθ. ὀργάζομαι (για κερί) λειώνω, τήκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται … Dictionary of Greek
προστήκομαι — Α 1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον 2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.) 3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο… … Dictionary of Greek