-
1 τήκομαι
τήκομαι таять, растекаться -
2 τήκομαι
τήκωmelt: pres ind mp 1st sg -
3 τήκομαι
pass. таю -
4 τήκομαι
erimek, eritilmek -
5 τήκομ'
τήκομαι, τήκωmelt: pres ind mp 1st sg -
6 τήκω
τήκω, fut. τήξω, trans., machen, daß Etwas zerfließt, schmelzen, bes. Metalle, Her. 3, 96; χιόνα, Aesch. frg. 299; τήκει καὶ λείβει, Plat. Rep. III, 411 b; καὶ διόλλυσι, X, 609 c, wie Tim. 83 a; Ggstz von πήγνυμι, Plut. Symp. 6 a. E. – Uebrtr., ϑυμόν, das Herz in Trauer verzehren, Od. 19, 264; τίν' ἀεὶ τάκεις ὧδ' ἀκόρεστον οἰμωγὰν – Ἀγαμέμνονα, Soph. El. 122; τήξουσιν ἔρωτες κραδίην, Agath. 2 (V, 278). – Pass. τήκομαι, aor. ἐτάκην, seltener ἐτήχϑην, wie Plat. Tim. 61 b, fut. τακήσομαι, intr., zerschmelzen, fließend werden, zerfließen; Hes. Th. 862. 866; κηκὶς μηρίων ἐτήκετο, Soph. Ant. 995; verwesen, εἰ ποσις μοι κατϑανὼν ἐτήκετο, 897; u. übertr., sich verzehren, vergehen, bes. von Krankheit, Gram oder Sehnsucht; bei Hom. in Vrbdg mit Weinen, so daß man an die eigentliche Bdtg erinnert wird, in Thränen zerfließen u. sich abhärmen: Ὀδυσσεὺς τήκετο, δάκρυ δ' ἔδευεν παρειάς, Od. 8, 522, wie 19, 204 ff. τήκετο χρώς, τήκετο καλὰ παρήϊα δακρυχεούσης mit dem Schmelzen des Schnees verglichen wird; Sp., ὄμμα τέτηκται, Agath. 13 (V, 273); vgl. Theocr. 1, 66. 82. 2, 18. 28; τηκόμενος νούσῳ, Her. 3, 99; u. übertr., δόξαι τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύϑουσιν ἄτιμοι, Aesch. Eum. 352; Plat. u. Folgde; τὰ μήτε σηπόμενα, μήτε τηκόμενα, Xen. Mem. 3, 1, 7. – Das perf. τέτηκα hat dieselbe intr. Bedeutung, geschmolzen sein; κρέα τετηκότα, Eur. Cycl. 246; auch πῦρ τετακός, Suppl. 1146, erloschen; übertr., κλαίουσα τέτηκα, Il. 3, 126; κλαίω, τέτηκα, Soph. El. 275; Sp., τετηκὸς ἀργύριον, Pol. 11, 24, 11; übertr., τετηκυῖα ἐπὶ σοί, Luc. Meretr. Dial. 12.
-
7 προστηκομαι
(pf. προστέτηκα, part. pf. προστετηκώς - дор. προστετᾱκώς, aor. 2 προσετάκην с ᾰ) быть припаянным, перен. приставать, прилипатьὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι Soph. — находящийся весь во власти страшной гидры;
τῷ πορισμῷ προστετηκώς Plut. — поглощенный мыслями о наживе -
8 τήκω
(αόρ. έτηξα, παθ. αόρ. ετάκην, μετχ. ηρκ. τετηγμένος) μετ.1) плавить, растапливать; 2) иссушать, изнурять;1) — таять,, плавиться;τήκομαι
2) чахнуть, слабеть -
9 τήκω
произвожу таяние
- τήκομαι -
10 τάκω
1 melt met. ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) ἕκατι κηρὸς ὣς δαιχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι (Boeckh: τήκομαι codd.) fr. 123. 11. -
11 σιφνός
-
12 συγκατατήκομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκατατήκομαι
См. также в других словарях:
τήκομαι — τήκω melt pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήκομ' — τήκομαι , τήκω melt pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιοτακής — γυιοτακής, ές (Α) 1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη τού σώματος 2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη τού σώματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + τακής < ετάκην, αόρ. τού τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»] … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κηροτακίς — κηροτακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ξύλινο πινάκιο σαν παλέτα, μέσα στο οποίο οι ζωγράφοι τοποθετούσαν μαλακό κερί για να τό χρησιμοποιήσουν στη ζωγραφική πάνω σε ξύλο 2. πινάκιο στο οποίο οι αλχημιστές τοποθετούσαν το μαλακό κερί που χρησιμοποιούσαν σε… … Dictionary of Greek
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
μέλδω — (Α) 1. μαλακώνω κάτι με βράσιμο, βράζω, λειώνω, τήκω («γέντα βοὸς μέλδοντες», Καλλίμ.) 2. (το μέσ. ή παθ.) μέλδομαι (στον Όμ.) τήκω, λειώνω («ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον... κνίσην μελδόμενος απαλοτρεφέος σιάλοιο» όπως μια χύτρα μέσα βράζει... και… … Dictionary of Greek
μοιρώ — μοιρῶ, άω (Α) [μοίρα] 1. διανέμω, μοιράζω 2. μέσ. μοιρῶμαι, άομαι α) μοιράζομαι με άλλους β) παίρνω κάτι ως μερίδιο, ως κλήρο μου γ) διασπῶ 3. παθ. τήκομαι, λειώνω 4. (ο παθ. παρακμ. στο γ εν. πρόσωπο ως απρόσ.) μεμοίραται είναι πεπρωμένο, είναι… … Dictionary of Greek
οργάζω — ὀργάζω (ΑΜ) κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ. β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῡντες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.) αρχ. παθ. ὀργάζομαι (για κερί) λειώνω, τήκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται … Dictionary of Greek
προστήκομαι — Α 1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον 2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.) 3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο… … Dictionary of Greek