Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

τὴν+ψῆφον

  • 1 Vote

    subs.
    P. and V. ψῆφος, ἡ; see Ballot.
    Decree: P. and V. ψήφισμα, τό, ψῆφος, ἡ.
    Motion, proposal: Ar. and P. γνώμη, ἡ.
    Decision: P. διαψήφισις, ἡ.
    Vote by show of hands: P. χειροτονία, ἡ, διαχειροτονία, ἡ.
    Put the vote, v.: P. ψῆφον ἐπάγειν.
    Put to the vote: P. ἐπιψηφίζειν (acc.).
    Put the vote to: P. ψῆφον διδόναι (dat.) (Dem. 1303).
    Cast one's vote: P. and V. ψῆφον φέρειν, ψῆφον τθεσθαι.
    Cast one's vote in favour of: P. and V. ψῆφον προστθεσθαι (dat.).
    Verdict where the votes are equal, subs.: ἰσόψηφος δκη, ἡ (Æsch., Eum. 795).
    Manufacturing votes, adj.: V. ψηφοποιός (Soph., Aj. 1135).
    ——————
    v. trans.
    Ar. and P. ψηφίζεσθαι (acc.).
    V. intrans. P. and V. ψῆφον φέρειν, ψῆφον τθεσθαι, ψηφίζεσθαι (rare V.), P. διαψηφίζεσθαι.
    Vote by show of hands: Ar. and P. χειροτονεῖν, P. διαχειροτονεῖν.
    Vote against: Ar. and P. ἀντιχειροτονεῖν (absol.), ποχειροτονεῖν (acc.).
    They voted against ( the letter) being sent: P. ἀπεψηφίσαντο (τὴν ἐπιστολὴν) μὴ πέμπειν (Dem. 396).
    Vote for ( person or thing): Ar. and P. χειροτονεῖν (acc.).
    Vote for ( thing): Ar. and P. ψηφίζεσθαι (acc.).
    Vote for a person's acquittal: P. ἀποχειροτονεῖν (gen.), ἀποψηφίζεσθαι (gen.).
    Vote for a person's condemnation: P. καταψηφίζεσθαι (gen.), καταχειροτονεῖν (gen.).
    Vote in addition: P. προσψηφίζεσθαι (absol.).
    Vote on a person's side: Ar. συμψηφίζεσθαι (dat.).
    Voting on a person's side, adj.: P. σύμψηφος, ὁμόψηφος.
    Having equal rights of voting: P. and V. ἰσόψηφος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vote

  • 2 Pass

    v. trans.
    Hand on: P. and V. παραδιδόναι.
    Passing ( the children) on through a succession of hands: V. διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χερῶν (τέκνα) (Eur., Hec. 1159).
    Pass ( word or message): P. and V. παραφέρειν, παραγγέλλειν, παρεγγυᾶν (Xen.).
    Go past: P. and V. παρέρχεσθαι, P. παραμείβεσθαι (Plat.), Ar. and V. περᾶν, V. παραστείχειν.
    Sail past: P. παραπλεῖν, παρακομίζεσθαι.
    Go beyond ( of time or place): P. and V. παρέρχεσθαι, Ar. and V. περᾶν (Eur., And. 102).
    Having passed the appointed time: V. παρεὶς τὸ μόρσιμον.
    Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχισις (Thuc. 7, 6).
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι.
    Cross: P. and V. περβαίνειν, διαβάλλειν, διαπερᾶν, περβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι, διέρχεσθαι, P. διαπεραιοῦσθαι (absol.), διαπορεύεσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν.
    Pass ( time): P. and V. διγειν (Eur., Med. 1355) (with acc. or absol.), τρβειν, Ar. and P. διατρβειν (with acc. or absol.), κατατρβειν, V. ἐκτρβειν, διαφέρειν, διεκπερᾶν, Ar. and V. γειν.
    Pass time in a place: Ar. and P. ἐνδιατρβειν (absol.).
    Pass a short time with a person: P. σμικρὸν χρόνον συνδιατρίβειν (dat.) (Plat., Lys. 204C).
    Pass the night: P. and V. αὐλίζεσθαι, V. νυχεύειν (Eur., Rhes.).
    Pass ( accounts): P. ἐπισημαίνεσθαι (εὐθύνας) (Dem. 310).
    Pass ( a law), of the lawgiver: P. and V. τιθέναι (νόμον); of the people: P. and V. τθεσθαι (νόμον).
    Pass sentence: P. and V. ψῆφον φέρειν, ψῆφον διαφέρειν, ψῆφον τθεσθαι, P. δίκην ψηφίζεσθαι.
    Pass sentence on: see Condemn.
    Never would they have lived thus to pass sentence on another man: V. οὐκ ἄν ποτε δίκην κατʼ ἄλλου φωτὸς ὧδʼ ἐψήφισαν (Soph., Aj. 648).
    V. intrans. P. and V. ἔρχεσθαι, ἰέναι, χωρεῖν, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, περᾶν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. of βλώσκειν).
    A goddess shall be struck by mortal hand unless she pass from my sight: V. βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίᾳ χερὶ εἰ μὴ ʼξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν (Eur., Or. 271).
    Let pass: P. and V. ἐᾶν; see admit, let slip.
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι.
    Go by: P. and V. παρέρχεσθαι, V. παρήκειν.
    Go by ( of time): P. προέρχεσθαι.
    Elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι.
    Expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν; see also under past.
    Disappear: P. and V. φανίζεσθαι, διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.).
    Pass ( of a law): P. and V. νικᾶν.
    Be enacted: P. and V. κεῖσθαι.
    Pass along: P. ἐπιπαριέναι (acc.).
    Pass away: P. and V. πέρχεσθαι, παρέρχεσθαι.
    This decree caused the danger that lowered over the city to pass away like a cloud: P. τοῦτο τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελθεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος (Dem. 291).
    met., disappear: P. and V. φανίζεσθαι, διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.), Ar. and V. ἔρρειν (also Plat. but rare P.).
    Have passed away, be gone: P. and V. οἴχεσθαι, ποίχεσθαι, V. ἐξοίχεσθαι, Ar. and V. διοίχεσθαι (also Plat. but rare P.).
    Pass by: see pass, v. trans.
    met., neglect: P. and V. μελεῖν; see Neglect, Omit.
    Pass from ( life): P. and V. παλλάσσεσθαι βίου, V. μεταστῆναι βίου.
    Pass into: see Enter.
    Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς acc., or ἐπί acc.); see Change.
    Pass off: P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν.
    Pass away: see pass away.
    Pass on: P. προέρχεσθαι, P. and V. προβαίνειν.
    Pass out of: V. ἐκπερᾶν (acc. or gen.).
    Pass over, omit: P. and V. παριέναι, παραλείπειν, ἐᾶν; see Omit.
    Pass over in silence: P. and V. σιγᾶν (acc.), σιωπᾶν (acc.), V. διασιωπᾶν (acc.).
    Slight: see Slight.
    Pass through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.), Ar. and V. διεκπερᾶν (acc.), διαπερᾶν (acc.) (rare P.).
    Travel through: Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), P. διαπορεύεσθαι (acc.).
    Pass through, into: V. διεκπερᾶν εἰς (acc.).
    Pierce: see Pierce.
    Of time (pass through life, etc.): P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διαπερᾶν (also Xen. but rare P.).
    met., endure: P. and V. διεξέρχεσθαι; see Endure.
    Bring to pass: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, διαπράσσειν (or mid. in P.); see Accomplish.
    Come to pass: P. and V. συμβαίνειν, συμπίπτειν, παραπίπτειν, γίγνεσθαι, τυγχνειν, συντυγχνειν; see Happen.
    ——————
    subs.
    Defile: P. and V. εἰσβολή, ἡ, ἄγκος, τό (Xen.), P. στενόπορα, τά, στενά, τά, πάροδος, ἡ, V. στενωπός, ἡ.
    Safe conduct: Ar. and P. δίαδος, ἡ, P. ἄδεια, ἡ, P. and V. ἀσφλεια, ἡ.
    Difficulty: P. and V. πορία, ἡ; see also predicament.
    Having come to so sore a pass: V. εἰς τὰς μεγίστας συμφορὰς ἀφιγμένος (Eur., I.A. 453).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pass

См. также в других словарях:

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ВСЕЛЕНСКИЙ IV СОБОР — [Халкидонский]. Источники Деяния Собора известны в неск. редакциях на греч. и лат. языках. Еще до открытия Собора документы, имевшие отношение к делу Евтихия (деяния К польского (448) и Эфесского (449) Соборов, переписка и др.), были переведены… …   Православная энциклопедия

  • εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β …   Dictionary of Greek

  • CALCULI — parvi calces, Festo, ex quo genere sunt calces, qui per diminutionem dicuntur calculi. Vide quoque Lucillium et Plautum, quibus calces sunt, quod ψῆφοι Graecis. Hinc Victor alter, c. 3. ubi de Caligula, qui in Oceani litore conchas et lapillos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NOVUM Nomen — Apocalyps. c. 2. v. 17. Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἀπὸ τοῦ μάννα τοῦ κεκρυμμένου, καὶ δώσω αὐτῷ ψῆφον λευκὴν καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον, ὃ οὐδεὶς ἔγνω εἰ μὴ ὁ λαμβάνων, Victori dabo edere ex Manna illo abscondito: et dabo illi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»