-
1 τερας
1) знамение, чудесная примета, предвестник(ἢ πολέμοιο ἢ καὴ χειμῶνος Hom.; τέρατα καὴ σημεῖα NT.; σεισμὸς ἐν τῇ Σκυθικῇ τ. νενόμισται Her.)
2) чудовищеἍιδου ἀπρόσμαχον τ. Soph. = Κέρβερος;
οὔρειον τ. Eur. = Σφῖγξ3) диковина, диво, тж. небылица, нелепость(τ. λέγειν Plat.)
-
2 τέρας
-
3 τέρας
τὸ τέρας, ἀτος ['чу́дное / чудно́е'] 1. божественное знаменье, чудо; 2. чудовище, пугало (ср. тератологический орнамент узор из фигурок диковинных зверей) -
4 τέρας
{сущ., 16}чудо, диво.Ссылки: Мф. 24:24; Мк. 13:22; Ин. 4:48; Деян. 2:19, 22, 43; 4:30; 5:12; 6:8; 7:36; 14:3; 15:12; Рим. 15:19; 2Кор. 12:12; 2Фес. 2:9; Евр. 2:4. LXX: 4159 (תפֵוֹמ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τέρας
-
5 τέρας
{сущ., 16}чудо, диво.Ссылки: Мф. 24:24; Мк. 13:22; Ин. 4:48; Деян. 2:19, 22, 43; 4:30; 5:12; 6:8; 7:36; 14:3; 15:12; Рим. 15:19; 2Кор. 12:12; 2Фес. 2:9; Евр. 2:4. LXX: 4159 (תפֵוֹמ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τέρας
-
6 τέρας
чудо, диво; син. δύναμις, σημεῖον; LXX: (מוֹפת).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τέρας
-
7 τέρας
[тэрас] ουσ ο чудовище, стращилище, урод, знамение, чудо. -
8 τεραα
-
9 τεραεσσι
-
10 τερασμα
-
11 τερατ-
-
12 τερατο-
-
13 τερεα
-
14 αγριωπος
-
15 αποφωλιος
21) бесплодный(εὐναί Hom.)
2) пустой, ничтожный(νόον ἀ. Hom.)
οὐκ ἀποφώλια εἰδώς Hom. — хитроумный3) безобразный, чудовищный -
16 απροσμαχος
-
17 δαιμονιος
1) божественный, божеский, ниспосланный божеством(νύξ HH.; τέρας Soph.; σοφία Plat.; θεῖόν τι καὴ δαιμόνιον ἥ φιλοσοφία Arst.; φάσμα Plut.)
2) роковой, ужасный(ἄχη Aesch.; τύχη Plat.; ἀνάγκη Lys.)
3) необыкновенный, удивительный, замечательный(δ. καὴ θαυμαστός Plat.)
δ. τέν σοφίαν Luc. — человек необыкновенной мудрости;εἰ μή τι δαιμόνιον εἴη Xen. — если ничего из ряда вон выходящего не случалось4) ( в обращении)ὦ δαιμόνιε (ἀνδρῶν, ἀνθρώπων)! Her., Arph., Plat. — милейший мой!, но тж. ах ты, чудак!, Hom. преимущ. безумец!
-
18 δυσμαχος
21) неодолимый(τέρας Aesch.; Θρῇξ Eur.; θυμός Plat.; πρᾶγμα Dem.; πολέμιος Plut.)
2) неприступный(ὄρος Plut.)
3) трудныйδ. κρῖναι Aesch. — неразрешимый
-
19 εκπαγλος
21) страшный, ужасный, грозный(πολεμιστής, χειμών, ἔπεα Hom.; sc. γένους χαλκείου ἄνθρωποι Hes.; τέρας Aesch.; ἄχθη Soph.; ὅπλα Xen.)
2) поразительный, изумительный(ἐν πόνοις Pind.)
-
20 ευσυμβλητος
староатт. εὐξύμβλητος 2легко разгадываемый, нетрудный для истолкования(χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.)
См. также в других словарях:
τέρας — sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
τέρας — το, ατος 1. καθετί που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη: Γέννησε τέρας με δύο κεφάλια. 2. καθετί υπερφυσικό και ασυνήθιστο: Είναι τέρας μνήμης. 3. μτφ., άνθρωπος κακός, ακόλαστος: Αφού είναι τέρας, καλό θα κάνει; 4. ασχημάνθρωπος, κακομοίρης: Αυτό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να … Dictionary of Greek
Τυφών — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που η κορφή του έφτανε στα άστρα και τα χέρια του στην Ανατολή και τη Δύση. Από τα μάτια του έβγαιναν φλόγες, και από τα εκατό κεφάλια του κραυγές και σφυρίγματα. Αποτελούσε προσωποποίηση της έκρηξης των… … Dictionary of Greek
τυφών — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που η κορφή του έφτανε στα άστρα και τα χέρια του στην Ανατολή και τη Δύση. Από τα μάτια του έβγαιναν φλόγες, και από τα εκατό κεφάλια του κραυγές και σφυρίγματα. Αποτελούσε προσωποποίηση της έκρηξης των… … Dictionary of Greek
Αχουιζότλ — Τέρας της μεξικανικής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση, το μισό μέρος του σώματός του ήταν φίδι και παραφύλαγε στις όχθες μιας λίμνης όπου και έριχνε τους περαστικούς. Οι ψυχές των πνιγμένων πήγαιναν στον παράδεισο … Dictionary of Greek
τεράεσσι — τέρας sign neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράτων — τέρας sign neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράων — τέρας sign neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερέων — τέρας sign neut gen pl (epic ionic) τέρος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) τερέω bore through pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)