Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ+παραγγελλόμενα

  • 1 Word

    subs.
    P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ἔπος, τό (rare P.), μῦθος, ὁ (rare P.).
    Speech: P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ῥῆσις, ἡ; see Utterance.
    In grammar: Ar. and P. ὄνομα, τό.
    As opposed to, deed: P. and V. λόγος, ὁ, ἔπος, τό.
    Message, tidings: Ar. and P. ἀγγελία, ἡ, P. and V. ἄγγελμα, τό; see Tidings.
    Intelligence: P. and V. πύστις, ἡ (Thuc. but rare P.), V. πευθώ, ἡ.
    Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βᾶξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. μῦθος, ὁ, φτις, ἡ.
    Word of command: P. παράγγελσις, ἡ, τὰ παραγγελλόμενα. P.
    round the word of command, v: P. and V. παραγγέλλειν.
    Faith, promise: P. and V. πίστις, ἡ, πιστόν, τό, or pl.; see Pledge.
    Gave one's word: P. and V. πίστιν διδόναι; see Promise.
    Keep ( one's word), abide by: P. and V. ἐμμένειν (dat.).
    Send word, v.: P. and V. ἀγγέλλειν; see Announce.
    Send round word, P. περιαγγέλλειν.
    He has remained already fifteen months without sending word: V. ἤδη δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις πεντʼ ἀκήρυκτος μένει (Soph., Trach. 44).
    In a word: see adv., P. and V. ἁπλῶς, P. ὅλως.
    To sum up: P. συνελόντι, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν.
    Briefly: P. and V. συντόμως, συλλήβδην, ἐν βραχεῖ.
    In word, as opposed to in deed: P. and V. λόγῳ. V. λόγοις (Eur., El. 47), τοῖς ὀνόμασιν (Eur., I. A. 1115), τοῖς λόγοις (Eur., Or. 287).
    As an excuse: P. and V. πρόφασιν.
    In so mang words: P. and V. ἁπλῶς.
    Expressly: P. διαρρήδην, P. and V. ἄντικρυς.
    Not writing it in so many words, but wishing to make this plain: P. οὐ τούτοις τοῖς ῥήμασι γράψας ταῦτα δὲ βουλόμενος δεικνύναι (Dem. 239).
    By word of mouth: P. ἀπὸ στόματος, P. and V. πὸ γλώσσης.
    By hearsay: P. ἀκοῇ.
    Word for word: Ar. κατʼ ἔπος.
    Exactly: P. and V. ἀκριβῶς.
    Do you answer word for word: V. ἔπος δʼ ἀμείβου πρὸς ἔπος (Æsch., Eum 586).
    Not to utter a word: P. οὐδὲ φθέγγεσθαι, Ar. and P. οὐδὲ γρύζειν.
    No one dared to utter a word: P. ἐτόλμησεν οὐδεὶς... ῥῆξαι φωνήν (Dem. 126).
    I thought I had suffered justly for having dared to utter a word: P. ἡγούμην δίκαια πεπονθέναι ὅτι ἔργυξα (Plat., Euthy. 301A).
    Not a word: Ar. and P. οὐδὲ γρῦ.
    Not a word about: P. οὐδὲ μικρὸν ὑπέρ (gen.) (Dem. 352), οὐδὲ γρῦ περί (gen.) (Dem. 353).
    ——————
    v. trans.
    Use P. and V. λέγειν.
    Vaguely worded: V. δυσκρτως εἰρημένος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Word

См. также в других словарях:

  • παραγγελλόμενα — παραγγέλλω pass on aor part mid neut nom/voc/acc pl παραγγέλλω pass on pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • εκτελεστής — ο 1. αυτός στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση, αυτός που εκτελεί τα παραγγελλόμενα 2. (νομ.) αυτός που ορίζεται στη διαθήκη να φροντίσει για την εκτέλεσή της …   Dictionary of Greek

  • παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»