-
1 механика
η μηχανική- неизменяемых систем - των άκαμπτων συστημάτων/σωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > механика
-
2 тело
το σώμαинородное - мед. ξένο --качения (деталь подшипника) το στοιχείο κύλισης, разг. η σφαίραчёрное - физ. μέλαν/μαύρο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тело
-
3 небесный
небесн||ыйприл1. οὐράνιος:\небесный свод ὁ οὐράνιος θόλος, τό στερέωμα· \небесныйые светила τά οὐράνια σώματα, τά ἄστρα· \небесный цвет τό οὐρανί χρῶμα, τό γαλάζιο χρῶμα·2. (божественный) θεϊκός, θείος. -
4 небо
неб||о Iс ὁ οὐρανός:звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνιαнебо IIс анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα. -
5 поднебесье
поднебесьес τά οὐρἀνια -
6 возвеличение
-я ουδ.παλ. εξύψωση, υπερύψωση, μεγάλυνση, ανέβασμα στα ουράνια. -
7 возвеличить
-чу, -чишь, ρ.σ.μ. παλ. εξαίρω, μεγαλύνω, εξυψώνω, υπερυψώνω, εκθειάζω, αποθεώνω, ανεβάζω στα ουράνια.εξυψώνομαι, μεγαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 вознести
-есу, -есёшь, παρλθ. χρ. вознес, -есла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. вознесший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вознесенный, βρ: -сен, -сена, -сеноρ.σ.μ.ανεβάζω, σηκώνω ψηλά, υψώνω, αίρω, επαίρω, ανάγω•вознести до небес υψώνω στα ουράνια•
судьба его высоко -ела η τύχη τον ανέβασε ψηλά.
1. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη• ανεγείρομαι.2. (απλ.) περηφανεύομαι, υψηλοφρονω, μεγαλοφρονω. -
9 зайти
зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел-шла, -шло- προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.
|| περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•
зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.
|| πηγαίνω να πάρω•зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.
2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.
|| (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.
|| παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•
дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.
(απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.εκφρ.дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού). -
10 клонить
клоню, клонишьρ.δ.1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•
лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.
2. με παίρνει, με πιάνει•клонит ко сну νυστάζω•
меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.
3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.
|| μτφ. στρέφω, γυρίζω.εκφρ.клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•
голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.
|| (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•
день -ится η μέρα γέρνει.
2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•
победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.
3. αποσκοπώ, αποβλέπω•так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.
-
11 небесный
επ.1. ουράνιος•небесный свод ουράνιος θόλος•
-ая лазурь το γαλάζιο (ουράνιο) χρώμα•
-ые тела ουράνια σώματα•
-ая твердь το στερέωμα.
2. μτφ. παλ. θείος, θεϊκός, εξαίσιος, ιδανικός.εκφρ.небесный цвет – ουρανί (γαλάζιο) χρώμα•царица -ая – η θεομήτωρ, Παναγία•царь ή отец небесный – ο ουράνιος πατέρας(θεός)•царство ему -ое – στη βασιλεία των ουρανών ή καλόν παράδεισο•небесный суд – θεία δίκη. -
12 небо
-а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•голубое небо γαλάζιος ουρανός•
поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•
облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.
εκφρ.это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•-у жарко (будет, станет – κ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•(отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας. -
13 перехвалить
-хвалю, -хвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваленный, βρ: -лен, -а, -о; ρ.σ.μ.1. υπερεγκωμιάζω, εκθειάζω, υπεραίρω, υπερυψώνω, ανεβάζω στα ουράνια, επαινώ πάρα πολύ, παραπαινεύω.2. επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω (όλους, πολλούς). -
14 светило
-а ουδ.1. άστρο, αστέρι• πλθ. -а τα αστέρια, τα ουράνια φώτα, οι φανοί του ουρανού, του στερεώματος.2. μτφ. φωστήρας•науки φωστήρας της επιστήμης.
εκφρ.-дня ή дневное светило – ο ήλιος•светило ночи ή ночное светило – το φεγγάρι•-а ночи ή ночные -а – τα αστέρια. -
15 тело
-а, πλθ. тела, тел-ам ουδ.1. σώμα•закон падения тел ο νόμος της πτώσης των σωμάτων•
небесные -а τα ουράνια σώματα•
геометрические -а γεωμετρικά σώματα.
2. σώμα ανθρώπου, κορμί•части тела τα μέλη του σώματος•
дрожать всем -ом τρέμω σύσσωμος.
|| το πτώμα.3. κρέας, σάρκα.4. κορμός (κύριο μέρος κάθε πράγματος).5. (στρατ.) κάνη πυροβόλου. || σάρκα καρπού.εκφρ.держать кого в чрном -е – κάνω μαύρη τη ζωή κάποιου. -
16 эмпирей
-я α.έμπυρος (πύρινος) ουρανός (κατοικία θεών, αγίων).εκφρ.витать (находиться, быть) в -ях – ζω, βρίσκομαι, είμαι στα ουράνια, στα σύννεφα (ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ, ουρανοβατώ, νεφελοβατώ, αιθεροβατώ).
См. также в других словарях:
Οὐρανία — Οὐρανίᾱ , Οὐρανία the moon fem nom/voc/acc dual Οὐρανίᾱ , Οὐρανία the moon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανία — οὐρανίᾱ , οὐράνιος heavenly fem nom/voc/acc dual οὐρανίᾱ , οὐράνιος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίᾳ — οὐρανίᾱͅ , οὐράνιος heavenly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… … Dictionary of Greek
Οὐρανίᾳ — Οὐρανίαι , Οὐρανία the moon fem nom/voc pl Οὐρανίᾱͅ , Οὐρανία the moon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… … Dictionary of Greek
οὐράνια — οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc pl οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐρανίας — Οὐρανίᾱς , Οὐρανία the moon fem acc pl Οὐρανίᾱς , Οὐρανία the moon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐρανίαι — Οὐρανία the moon fem nom/voc pl Οὐρανίᾱͅ , Οὐρανία the moon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη … Dictionary of Greek