-
1 инструмент
1. (единичное орудие труда) το εργαλείο, το όργανο, алмазный - αδα-μαντοφόρο -безопасный - (не дающий искру при ударе немагнитный некорродирующий) ασφαλές -давящий маш. - συμπίεσης- πίεσηςконтрольный - ελέγχου, кузнечный - σιδηρουργικό -, мерительный - μέτρησηςпневматический - μέσω του πεπιεσμένουαέρα, прецизионный - ακριβείας, τέλειο -резьбонарезной - κοπής/κατασκευής σπειρώματοςсъёмочный (геод.) - λήψηςэлектрифицированный - ηλεκτροκίνητο - 2 мед. το εργαλείο3. муз. το όργαν/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инструмент
-
2 смычковые
(инструменты) муз. τα έγχορδα (μουσικά όργανα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смычковые
-
3 смычковый
смычков||ыйприл:\смычковыйые инструменты муз. τά μουσικά ὅργανα μέ δοξάρια -
4 щипковый
щипков||ыйприл муз. χορδόπληκτος:\щипковыйые инструменты τά χορδόπληκτα μουσικά ὅργανα. -
5 музыкальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; μουσικός, της μουσικής•-ая школа σχολή μουσικής•
-ые инструменты μουσικά όργανα.
|| μελωδικός•-ая речь μελωδική ομιλία•
музыкальный стих μελωδικός στίχος•
музыкальный слух μουσικό αυτί.
-
6 рожок
-жка, πλθ. рожки, -жек, -жками, κ. рожки -ов α.1. πλθ. рожки κερατάκια.2. πλθ. μουσικά όργανα κερατοειδή.3. διάφορα είδη κερατώδη. || παλ. χάρτινο χωνί, χαρτοσακκούλα χωνοειδής.4. θήλαστρο, ρωγοβύζι κέρας.5. υποδετήριο, κόκκαλο, κέρας.6. πλθ. -и καρποί κερατοειδείς (ξυλοκέρατα κ.τ.τ.).7. είδος ζυμαρικών κυρτών μικρού σχήματος, κερατάκια.εκφρ.остались -и да ножки – έμειναν τρίμματα, ψιχια (μηδαμινή ποσότητα). -
7 ударный
ударный 1επ.1. κρουστός•ударный механизм μηχανισμός κρούσης•
-ые музыкальные инструменты τα κρουστά μουσικά όργανα.
2. (στρατ.) της κρούσης, του χτυπήματος•ударный батальон τάγμα κρούσης•
-ое направление η κύρια κατεύθυνση του χτυπήματος.
ударный 21. πρωτοποριακός•-ая работа η πρωτοποριακή εργασία•
-ая бригада η πρωτοποριακή μπριγάδα.
2. βασικός, κύριος, ουσιώδης• πρώτιστος. -
8 щипковый
επ. -ые музыкальные инструменты τα έγχορδα κρουστά μουσικά όργανα.
См. также в других словарях:
μουσικά — μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc/acc dual μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (doric aeolic) μουσικός musical neut nom/voc/acc pl μουσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
μουσικᾷ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (doric aeolic) μουσικός musical fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανα, μουσικά — Βλ. λ. μουσικά όργανα … Dictionary of Greek
μουσίχ' — μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc/acc dual μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (doric aeolic) μουσικαί , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc pl μουσικά … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικᾶι — μουσικᾷ , μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (doric aeolic) μουσικᾷ , μουσικός musical fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικάν — μουσικά̱ν , μουσική any art over which the Muses presided fem acc sg (doric aeolic) μουσικά̱ν , μουσικός musical fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικάς — μουσικά̱ς , μουσική any art over which the Muses presided fem acc pl μουσικά̱ς , μουσικός musical fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek