Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τύπος

  • 1 тип

    тип
    м в разн. знач. ὁ τύπος:
    новый \тип автомобили ὁ νέος τύπος αὐτοκινήτου· я не люблю людей этого \типа δέν μ' ἀρέσουν οἱ τέτοιου είδους ἄνθρωποι· женщина с восточным \типом лица μιά γυναίκα μέ ἀνατολίτικα χαρακτηριστικά· что это за \тип? τί τύπος εἶναι αὐτός;· подозрительный \тип ὑποπτος τύπος.

    Русско-новогреческий словарь > тип

  • 2 тип

    α.
    1. τύπος, μοντέλο, υπόδειγμα•

    новый тип καινούριος τύπος•

    -ы пассажирских самолтов τύποι επιβατικών αεροπλάνων•

    партия нового -а κόμμα νέου τύπου.

    || τα χαρακτηριστικά, τα εξωτερικά γνωρίσματα•
    2. (φιλγ.) μορφή υποδειγματική, τύπος.
    3. άνθρωπος ιδιότυπος•

    странный тип παράξενος τύπος ανθρώπου.

    Большой русско-греческий словарь > тип

  • 3 форма

    форм||а
    ж
    1. (внешний вид) τό σχήμα, ἡ μορφή:
    в \формае шара σέ σφαιρικό σχήμα· придавать \формау δίνω σχήμα, δίνω μορφή· принимать \формау παίρνω τό σχήμα, παίρνω τή μορφή· в письменной \формае γραπτά [-ως]·
    2. (вид, структура) ἡ μορφή:
    \форма правления ἡ μορφή διακυβέρνησης· \формаы работы οἱ μορφές ἐργασίας·
    3. тех. ὁ τύπος, ἡ φόρμα/ τό καλούπι (для отливки):
    \форма для шляп τό καλούπι (или ἡ φόρμα) καπέλλων
    4. лит., иск. ἡ μορφή, ἡ φόρμα:
    художественная \форма ἡ καλλιτεχνική μορφή · единство \формаы и содержания ἡ ἐνότητα μορφής καί περιεχομένου·
    5. (одежда) ἡ στολή:
    школьная \форма ἡ σχολική στολή· пара́дная \форма ἡ ἐπίσημη (или ἡ μεγάλη) στολή·
    6. канц. ὁ τύπος, τό σχήμα:
    по \формае σύμφωνα μέ τόν τύπο·
    7. грам. ὁ τύπος, ἡ μορφή:
    глагольные \формаы οἱ φωνές τῶν ρημάτων ◊ быть не в \формае δέν εἶμαι σέ φόρμα.

    Русско-новогреческий словарь > форма

  • 4 формула

    формул||а
    ж в разн. знач. ὁ τύπος, ἡ φόρμουλα:
    математическая \формула ὁ μαθηματικός τύπος· химическая \формула ὁ χημικός τύπος· выразить в \формулае διατυπώνω.

    Русско-новогреческий словарь > формула

  • 5 форма

    θ.
    1. μορφή, σχήμα•

    земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•

    форма куба σχήμα κύβου•

    придать -у προσδίδω μορφή.

    || πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.
    2. είδος, τύπος•

    форма правления μορφή διοίκησης•

    -ы стоимости μορφές αξίας•

    -ы энергии μορφές ενέργειας•

    острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•

    форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.

    4. εμφάνιση•

    по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.

    || βλ. жанр.
    5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.
    6. στολή•

    парадная форма στολή παρέλασης•

    военная форма στρατιωτική στολή.

    7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•

    форма заявления υπόδειγμα αίτησης•

    форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.

    8. (γλωσ.) μορφή•

    неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•

    личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•

    падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.

    9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.
    εκφρ.
    - ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•
    - ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•
    в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•
    по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > форма

  • 6 формула

    θ.
    τύπος, φόρμουλα•

    математическая формула μαθηματικός τύπος•

    химическая -χημικός τύπος•

    выразить в -е διατυπώνω.

    || έκφραση τυποποιημένη ή στερεότυπη.

    Большой русско-греческий словарь > формула

  • 7 периодический

    периодический περιοδικός\периодическийая печать о περιοδικός τύπος
    * * *

    периоди́ческая печа́ть — ο περιοδικός τύπος

    Русско-греческий словарь > периодический

  • 8 печать

    печать ж 1) (штемпель) η σφραγίδα* ставить \печать βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω 2) (пресса) ο τύπος· η εκτύπωση (печатание)9 опубликовать в \печатьи δημοσιεύω (στον τύπο)
    * * *
    ж
    1) ( штемпель) η σφραγίδα

    ста́вить печа́ть — βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω

    2) ( пресса) ο τύπος; η εκτύπωση ( печатание)

    опубликова́ть в печа́ти — δημοσιεύω (στον τύπο)

    Русско-греческий словарь > печать

  • 9 пресса

    пресса ж 1) о τύπος 2) (представители) οι δημοσιογράφοι
    * * *
    ж
    1) ο τύπος
    2) ( представители) οι δημοσιογράφοι

    Русско-греческий словарь > пресса

  • 10 тип

    тип м о τύπος
    * * *
    м
    ο τύπος

    Русско-греческий словарь > тип

  • 11 выражение

    выражение
    с
    1. (действие) ἡ ἔκ-φραση [-ις]/ ἡ ἐκδήλωση [-ις] (проявление)·
    2. (оборот речи) ἡ ἐκφραση [-ις], ἡ λέξη [-ις]. ὁ λόγος:
    идиоматическое \выражение ἡ ἰδιωματική ἐκφραση·
    3. мат ὁ τύπος:
    алгебраическое \выражение ὁ ἀλγεβρικός τύπος.

    Русско-новогреческий словарь > выражение

  • 12 зарубежный

    зарубежн||ый
    прил ξένος, ἐξωτερικός, ἀλλοδαπός:
    \зарубежныйая печать ὁ ξένος τύπος, ὁ τύπος τοῦ ἐξωτερικοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > зарубежный

  • 13 пресса

    пресс||а
    ж ὁ τύπος, οἱ ἐφημερίδες / со-бир. οἱ δημοσιογράφοι:
    периодическая \пресса ὁ περιοδικός τύπος· места́ для \прессаы θέσεις γιά τους δημοσιογράφους.

    Русско-новогреческий словарь > пресса

  • 14 формальность

    формальн||ость
    ж ἡ τ»πικότητα [-ης], ὁ τύπος:
    соблюдать все \формальностьости τηρῶ ὅλους τους τύπους· э́то пустая \формальностьость εἶναι τύπος χωρίς σημασία.

    Русско-новогреческий словарь > формальность

  • 15 выражение

    ουδ.
    1. έκφραση, φανέρωση• εξωτερίκευση, εκδήλωση•

    цена является денежным -ем стоимости η τιμή είναι η χρηματική έκφραση του κόστους.

    2. λέξη φράση, έκφραση λόγου•

    образное выражение παραστατική έκφραση•

    непристойные -я άσεμνες (άπρεπες) εκφράσεις.

    3. (μαθ.) τύπος•

    алгебраическое выражение αλγεβρικός τύπος.

    εκφρ.
    без -я – χωρίς έκφραση, ανέκφραστα, μονότονα, άχαρα•
    с -ем – με έκφραση, εκφραστικά, με χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > выражение

  • 16 модель

    θ.
    1. πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο.
    2. τύπος, καλούπι. || μάρκα (τύπος κατασκευής).
    3. πρόπλασμα.
    εκφρ.
    для -и – για το θεαθήναι, για φιγούρα, για τα μάτια (του κόσμου).

    Большой русско-греческий словарь > модель

  • 17 однотипность

    θ.
    ο ίδιος τύπος•

    однотипность машин ο ίδιος τύπος μηχανών.

    Большой русско-греческий словарь > однотипность

  • 18 печать

    θ.
    1. σφραγίδα, βούλα• στάμπα.• ставить печать βάζω σφραγίδα, σφραγίζω.
    2. μτφ. αποτύπωμα• ίχνος• σημάδι•

    печать времени σημάδι των καιρών.

    3. εκτύπωση•

    книга ещё в -и το βιβλίο είναι ακόμα υπο εκτύπωση.

    4. ο τύπος•

    работники -и οι τυπογράφοι•

    иностранная ο ξένος τύπος•

    выступить в -и δημοσιεύω στον-τύπο.

    5. τα τυπογραφικά γράμματα•

    книга крупной -и βιβλίο με μεγάλα γράμματα.

    εκφρ.
    печать молчания (безмолвия) – σφράγισμα ή βούλωμα του στόματος (απαγόρευση σε κάποιον να μιλά)•
    в -и – στον τύπο•
    выйти из -и, появиться в -и – βγαίνω, εμφανίζομαι στον τύπο (δημοσιεύομαι στον τύπο).

    Большой русско-греческий словарь > печать

  • 19 пресса

    θ.
    ο τύπος (εφημερίδες, περιοδικά)•

    греческая пресса ο ελληνικός τύπος.

    || αθρσ. οι δημοσιογράφοι•

    места для -ы θέσεις για του δημοσιογράφους.

    Большой русско-греческий словарь > пресса

  • 20 артикул

    (тип изделия, товара) о τύπος/το είδος του εμπορεύματος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > артикул

См. также в других словарях:

  • τύπος — blow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — ο 1. χτύπος, χτύπημα, πληγή. 2. ίχνος, αχνάρι, αποτύπωμα, στάμπα. 3. μήτρα, φόρμα, καλούπι. 4. μτφ., πρότυπο, υπόδειγμα: Είναι τύπος και υπογραμμός τιμιότητας. 5. σχέδιο, κανόνας, υποδειγματική μορφή. 6. η εξωτερική μορφή, τα επουσιώδη στοιχεία:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • Πόλις καὶ τύπος. — πόλις καὶ τύπος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εμπειρικός τύπος — Χημικός τύπος μιας ένωσης που δείχνει το είδος των ατόμων που την αποτελούν και τη μεταξύ τους αριθμητική σχέση, αλλά όχι και τον ακριβή αριθμό των ατόμων της ένωσης. Είναι δυνατόν περισσότερες από μία χημικές ενώσεις να έχουν τον ίδιο ε.τ., όπως …   Dictionary of Greek

  • Αθηναϊκός Τύπος — Καθημερινή πρωινή και απογευματινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε από τις 21 έως τις 27 Μαρτίου 1925. Την εφημερίδα εξέδωσαν από κοινού οι συνασπισμένοι εναντίον της απεργίας των τυπογράφων, ιδιοκτήτες των αθηναϊκών εφημερίδων …   Dictionary of Greek

  • Ανεξάρτητος Τύπος — Απογευματινή εφημερίδα, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Ι.Α. Πουρνάρα και τον Κ.Μ. Κύρκο και κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1958 έως τον Απρίλιο του 1962 …   Dictionary of Greek

  • Ελεύθερος Τύπος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα, με εκδότη τον Α. Καβαφάκη. Η κυκλοφορία της υπήρξε βραχύβια (1916 17). 2. Ημερήσια εφημερίδα της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, που ιδρύθηκε το 1918. Ο τίτλος της αναγραφόταν και στα τουρκικά …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»