-
1 слепой
слеп||ой1. прил ἀόμματος, τυφλός, στραβός:совершенно \слепойо́й θεότυφλος, τελείως τυφλός, θεόστραβος· \слепойо́й на один глаз μονόφθαλμος·2. прил перен (безрассудный) τυφλός:\слепойая любовь ἡ τυφλή ἀγάπη· \слепойо́е подражание ἡ τυφλή μίμηση, ἡ δουλική ἀπομίμηση [-ις]·3. прил (нечеткий, неясный) δυσανάγνωστος, κακοτυπωμένος (о шрифте)· ◊ \слепойой полет ἀβ. ἡ πτήσις στά τυφλά· \слепойа́я кишка анат. τό τυφλό Εντερο· \слепойая ку́рица разг ὁ τυφλοπόντικας·4. м ὁ τυφλός. -
2 слепой
επ., βρ: слеп, -а, -о.1. τυφλός, αόμματος•слепой старик τυφλός γέρος•
совсем слепой τελείως τυφλός.
2. μτφ. άκριτος, παράλογος. -ое повиновение τυφλή υποταγή•-ое подражание δουλική απομίμηση.)| ουσ. ο τυφλός..
3. κουτουτσικος, λειψός• (απο)κο ιμισμένος.4. τυχαίος•слепой случай τυχαία σύμπτωση,
5. δυσδιάκριτος, ασαφής• δυσανάγνωστος•-ые буквы δυσανάγνωστα γράμματα•
-ая печать δυσδιάκριτη σφραγίδα.
6. που δεν έχει, έξοδο•-ая пещера τυφλή σπηλιά.
|| χωρίς παράθυρα•слепой этаж όροφος χωρίς παράθυρα.
εκφρ.довдь – ήλιος και βροχή•- ая кишка – το τυφλό έντερο. -
3 слепой
-
4 незрячий
-ая, -ееεπ., βρ: -ряч, -а, -о; αόμματος, τυφλός•незрячий человек τυφλός άνθρωπος.
-
5 глухой
1. (лишенный слуха) κουφός 2. (незвонкий, приглушенный) υπόκωφος 3. (густо заросший, дикий) πυκνός, αδιαπέραστος 4. (сплошной, без отверстий) τυφλός, - ая дверь η ψευδόπορτα/ψευδόθυρα 5. (ο согласном) лингв. το άηχο σύμφωνο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глухой
-
6 крот
зоол. ασπάλαξ ο τυφλός, ο ασπάλακαςразг. о τυφλοπόντικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крот
-
7 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
8 глухцойая
глухцо́й||аяночь ἡ βαθειά νύχτα· \глухцойаяа́я пора́ ἡ νεκρή ἐποχή· \глухцойаяа́я стена́ ὁ τυφλός τοίχος· \глухцойаяа́я молва ἡ κρυφή διάδοση· быть \глухцойаяйм к просьбам κωφεύω στίς Ικεσίες·5. м ὁ κουφός, ὁ κωφός. -
9 слепец
слепецм прям., перен ὁ τυφλος, ὁ ἀόμματος. -
10 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής. -
11 доктринёр
-а α.τυφλός και σχολαστικός οπαδός μιας διδσκαλίας• δογματιστής. -
12 калика
-и α. κ. θ. παλ.1. στην έκφραση: калика перехожий (перехожая) προσκυνητής• στρατοκόπος, οδοιπόρος, ταξιδιώτης.2. (λκ. ποίηση) ζητιάνος (κυρίως τυφλός). -
13 кривоглазый
επ., βρ: -глаз, -а, -оτυφλός από το ένα μάτι, μονόφθαλμος, μονόματος, ε-τερόφθαλμος. -
14 невидящий
επ.1. αόματος, τυφλός.2. αφηρεμένος, απρόσεχτος, αστόχαστος•невидящий взор ή взгляд απλανές βλέμμα.
-
15 от
κ. ото πρόθεση με γεν.1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•
от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•
от частного к общему από το μερικό στο γενικό•
от края до края απ άκρη σ άκρη•
слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•
от еных лет από τα νεανικά χρόνια•
он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•
мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•
от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•
имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•
от роду εκ γενετής•
час от часу από ώρα σε ώρα•
письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.
2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•бледный от страха χλωμός από το φόβο•
петь от -радости τραγουδώ από χαρά•
заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.
3. κατά, ενάντια, για•средство от кашли φάρμακο για το βήχα•
палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.
4. για• απο•футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•
скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•
крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.
|| (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).
5. με, εκ, εξ, απο•от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•
от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.
6. με• σε•день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•
год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•
время от времени από καιρό σε καιρό.
-
16 слепец
-пца α.1. τυφλός, αόμματος. || μτφ. αμβλύς το νουν, λειψός• κοιμισμένος.2. βλ. слепыш. -
17 тупиковый
επ.αδιέξοδος•-ая улица τυφλός δρόμος, τυφλοσόκακο.
-
18 тупой
επ. βρ: туп, -а, -о.1. αμβλύς, αμ-βλύστομος, στομωμένος• ατρόχιστος•тупой нож στομωμένο μαχαίρι•
-ая бритва ακόνιστο ξυράφι.
|| πλατύς•тупой конец яйца το πλατύ άκρο του αυγού.
2. παλ. αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος•-ое зрение αμβλεία όραση• -όθ•
слух αμβλεία ακοή•
тупой взгляд άτονο βλέμμα.
|| ανέκφραστος, άχαρος•-ая улыбка άχαρο χαμόγελο.
3. λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφελής.4. παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος• ανόητος•тупой страх αδικαιολόγητος φόβος•
-ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα.
|| αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος• τυφλός•-ое повиновение τυφλή υποταγή.
5. μαλακός•-ая боль μαλακός πόνος.
6. κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός.7. παλ. βλ. тупиковый.εκφρ.тупой угол – (μαθ.) αμβλεία γωνία.
См. также в других словарях:
τυφλός — blind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… … Dictionary of Greek
τυφλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δε βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος, στραβός. 2. μτφ., άκριτος, παράλογος, παράφορος: Τυφλή εκδίκηση. 3. ανεξέταστος, απεριόριστος: Τυφλή υποταγή. 4. που έχει μόνο είσοδο και καμιά έξοδο: Τυφλός δρόμος. 5. το αρσ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τυφλὸς... ὁ Ἔρως. — См. Любовь слепа … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χειραγωγεῖ ὁ τυφλὸς τὸν μὴ βλέποντα. — См. Слепой зрячего ведет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τυφλά — τυφλός blind neut nom/voc/acc pl τυφλά̱ , τυφλός blind fem nom/voc/acc dual τυφλά̱ , τυφλός blind fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλότερον — τυφλός blind adverbial comp τυφλός blind masc acc comp sg τυφλός blind neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλῶν — τυφλός blind fem gen pl τυφλός blind masc/neut gen pl τυφλόω blind pres part act masc voc sg (doric aeolic) τυφλόω blind pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τυφλόω blind pres part act masc nom sg τυφλόω blind pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλόν — τυφλός blind masc acc sg τυφλός blind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλαῖς — τυφλός blind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλαί — τυφλός blind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)