Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
τρῐτο-βάμων
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
τετραβάμων — ον, Α τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτο βάμων] … Dictionary of Greek
τριτοβάμων — όνος, ὁ, ἡ Α φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο βάμων] … Dictionary of Greek