-
1 винный
ви́нн||ыйприл οἰνικός, τοῦ κρασιοῦ· ◊ \винный камень ἡ τρύξ· \винныйая кислота хим. τό οίνικό[ν] ὁξύ· \винный спирт τό οἰνόπνευμα· \винныйая ягода τό (ξηρό) σΰκο. -
2 камень
кам||еньм ἡ πέτρα, τό λιθάρι, ὁ λίθος:драгоценный \камень ὁ πολύτιμος λίθος· подводный \камень ἡ ὑφαλος· точильный \камень ἡ ἀκονόπετρα, τό ἀκόνι· могильный \камень ἡ ταφόπετρα· бросаться \каменьнями πετροβολῶ, λιθοβολώ· ◊ винный \камень ὁ τρύξ, ἡ τρυγία/ τό πουρί (на зубах)· желчный \камень мед. ὁ χολόλιθος· пробный \камень ἡ λυδία λίθος, ὁ βασανίτης· краеугольный \камень ὁ ἀκρογωνιαίος λίθος, τό ἀγκωνάρι· \камень преткновения τό πρόσκομμα, τό ἐμπόδιο· падать \каменьнем πέφτω σάν πέτρα· держать \камень за пазухой κρατώ ἐχθρα, κρατώ μνησικακία ἐναντίον κάποιου· \каменьня на \каменьне не оставить δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου (или πέτρα πάνω σέ πέτρα)· у меня \камень лежит на сердце ἔχω βάρος στήν καρδιἄ У меня \камень с души́ свалился μοδφυγε ἕνα βάρος ἀπό τήν καρδιά. -
3 осадок
осад||окм1. ἡ ὑποστάθμη, τό καταστάλαγμα/ή τρύξ (от вина)/ хим. τό ίζημα, τό κατακάθι, τό καταπάτι·2. перен δυσάρεστη αίσθηση, ἡ πίκρα:от этого разговора у меня остался неприятный \осадок ἀπό τή συζήτηση αὐτή μοῦ ἐμεινε κάποια πίκρα·3. \осадокки мн. οἱ βροχοπτώσεις:выпадение \осадокков οἱ βροχοπτώσεις·4. геол. ἡ πρόσχωση [-ις].
См. также в других словарях:
τρύξ — wine not yet fermented and racked off fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυξ — η / τρύξ, υγός, ΝΜΑ (λόγιος τ.) βλ. τρύγα … Dictionary of Greek
τρυγί — τρύξ wine not yet fermented and racked off fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγῶν — τρύξ wine not yet fermented and racked off fem gen pl τρύγη grain crop fem gen pl τρύγος Cat. Cod.Astr. neut gen pl (attic epic doric) τρυγάω gather in pres part act masc voc sg τρυγάω gather in pres part act neut nom/voc/acc sg τρυγάω gather in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγός — τρύξ wine not yet fermented and racked off fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύγα — τρύξ wine not yet fermented and racked off fem acc sg τρύγᾱ , τρύγη grain crop fem nom/voc/acc dual τρύγᾱ , τρύγη grain crop fem nom/voc sg (doric aeolic) τρύγᾱ , τρύγος Cat. Cod.Astr. neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) τρύγᾱ , τρυγάω gather… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύγας — τρύξ wine not yet fermented and racked off fem acc pl τρύγᾱς , τρύγη grain crop fem acc pl τρύγᾱς , τρύγη grain crop fem gen sg (doric aeolic) τρύγᾱς , τρυγάω gather in imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύγες — τρύξ wine not yet fermented and racked off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
τρυγία — η, ΝΜΑ, και τρυγιά Ν, και ιων. τ. τρυγίη Α [τρύξ, τρυγός] το κατακάθι τού κρασιού, τρύξ* νεοελλ. 1. ιατρ. σκληρή εναπόθεση στα δόντια, η οποία εμφανίζεται στερεά προσκολλημένη κυρίως στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών… … Dictionary of Greek
Drusen, die — Die Drusen, singul. inus. in einigen, besonders Oberdeutschen Gegenden, die Hefen; ingleichen der Überrest von den ausgekelterten Weintrauben, oder den ausgepreßten Oliven, in einigen Gegenden die Triester. Dieses Wort lautet im Holländ. Droessem … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart