-
1 Comedian
subs.P. κωμῳδός, ὁ, Ar. τρυγωδός, ὁ.Comic actor: P. κωμικὸς ὑποκριτής, ὁ.Low comedian: P. μῖμος γελοίων, ὁ (Dem. 23).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Comedian
См. также в других словарях:
τρυγωδός — ὁ, Α (στον Αριστοφ.) αυτός που τραγουδά για τον μούστο ή για το καινούργιο κρασί αλείφοντας το πρόσωπό του με τρυγία ή παίρνοντας ως βραβείο μούστο, ο κωμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τον τ. τρύξ, τρυγός, κατά το τραγῳδός, για να… … Dictionary of Greek
τρυγοδαίμων — ονος, ὁ, Α (στον Αριστοφ.) (ως λογοπαίγνιο με τη λέξη κακοδαίμων, αντί τής λέξης τρυγῳδός) κακομοίρης ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + δαίμων. Η λ. έχει πλαστεί με λογοπαίγνιο προς το επίθ. κακοδαίμων αντί τού τ. τρυγῳδός*] … Dictionary of Greek
τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… … Dictionary of Greek
τρυγοκωμωδία — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) τρυγῳδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κωμῳδία (βλ. και λ. τρυγῳδός)] … Dictionary of Greek
τρυγωδία — ἡ, Α [τρυγῳδός] κωμική λ. αντί τής λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή τού τρύγου … Dictionary of Greek
τρυγωδικός — ή, όν, Α [τρυγῳδός] (στον Αριστοφ.) σχετικός με την κωμωδία, κωμῳδικός* … Dictionary of Greek
τρυγωδοποιομουσική — ἡ, Α (στον Αριστοφ.) η τέχνη τής κωμωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *τρυγῳδοποιός (< τρυγῳδός + ποιός*) + μουσική] … Dictionary of Greek
τρυγωδώ — έω, Α [τρυγῳδός] (κατά τον Ησύχ.) κωμωδώ … Dictionary of Greek
τρυγῳδοῖς — τρυγῳδέω pres opt act 2nd sg (attic epic doric) τρυγῳδός must singer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγῳδῶν — τρυγῳδέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) τρυγῳδός must singer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)