Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τριχίας

  • 1 веревочный

    επ.
    της τριχιάς• με ή από τριχιά•

    -ое производство παραγωγή τριχιών•

    -ая лестница σχοινόσκαλα, σχοινοκλίμακα.

    Большой русско-греческий словарь > веревочный

  • 2 канатный

    επ.
    του χοντρού σχοινιού, της χοντρής τριχιάς•

    -ое производство παραγωγή χοντρών σχοινιών, καραβόσχοινων•

    -ая фибрика σχοινοπλοκείο.

    Большой русско-греческий словарь > канатный

  • 3 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 4 кончик

    α.
    άκρη, αιχμή, μύτη•

    кончик верёвки η άκρη της τριχιάς•

    кончик носа η άκρη της μύτης• ύτο•

    слово вертится у меня на -е языки αυτή η λέξη στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κοντεύω να τη θυμηθώ).

    Большой русско-греческий словарь > кончик

  • 5 надвязать

    -вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надвязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιμηκύνω, αβγατίζω πλέκοντας•

    надвязать чулки αβγατίζω τις κάλτσες.

    2. συμπλέκω, ενώνω•

    вервку ενώνω κομμάτι τριχιάς.

    Большой русско-греческий словарь > надвязать

  • 6 обрывок

    -вка α.
    1. κομμάτι, τεμάχιο --ве-рвки κομμάτι τριχιάς.
    2. μτφ. απόσπασμα συγγράμματος κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > обрывок

  • 7 соединить

    ρ.σ.μ.
    1. συνδέω, (συν)ενώνω•

    -провода συνδέω τα καλώδια•

    соединить мостом συνδέω με γέφυρα•

    соединить силы συνενώνω τις δυνάμεις.

    || συναρμολογώ. || μτφ. συνάπτω•

    соединить браком συνδέω με γάμο,

    2. συνδυάζω1• соединить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη•

    соединить храбрость с хладнокровием συνδυάζω τη γενναιότητα με την ψυχραιμία.

    3. (χημ.) ενώνω•

    соединить водород с кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο.

    || αναμειγνύω, ανακατώνω•

    соединить краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων.

    1. συνδέομαι, (συν)ενώνομαι•

    концы вервки -лись οι άκρες της τριχιάς ενώθηκαν•

    соединить телефоном συνδέομαι με τηλέφωνο•

    соединить браком συνδέομαι με γάμο.

    || συναρμολογούμαι.
    2. συνδυάζομαι•

    в нём -лись разнородные способности σ αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες,

    3. (χημ.) ενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > соединить

  • 8 сплести

    ρ.σ.μ.
    1. πλέκω•

    сплести кружево πλέκω δαντέλα•

    сплести венок πλέκω στεφάνι.

    2. συμπλέκω-συνδέω•

    сплести концы вервки συμπλέκω τις άκρες της τριχιάς.

    || περιπλέκω. || μτφ. συνυφαίνω.
    3. συνθέτω• κατασκευάζω-
    επινοώ.
    περιπλέκομαι. || συμπλέκομαι• τυλίγομαι. || μτφ. αλληλοσυνδέομαι, συγχωνεύομαι, ενώνομαι, ενοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сплести

  • 9 упустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, παύω να κρατώ-χάνω•

    упустить конец вервки μου ξεφεύγει η άκρη της τριχιάς.

    2. μτφ. αφήνω να διαφύγει•

    упустить случай αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > упустить

См. также в других словарях:

  • τριχίας — τριχίᾱς , τριχία rope fem acc pl τριχίᾱς , τριχία rope fem gen sg (attic doric aeolic) τριχίᾱς , τριχίας one that is hairy masc acc pl τριχίᾱς , τριχίας one that is hairy masc nom sg (attic epic doric aeolic) τριχίᾱς , τριχιάω suffer from… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίας — ο, ΝΑ είδος μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή φρίσσα αρχ. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο παιχνίδι κυβεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + επίθημα ίας (πρβλ. καρχαρ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • τριχία — τριχίᾱ , τριχία rope fem nom/voc/acc dual τριχίᾱ , τριχία rope fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τριχίᾱ , τριχίας one that is hairy masc nom/voc/acc dual τριχίας one that is hairy masc voc sg τριχίᾱ , τριχίας one that is hairy masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχιός — ο, Ν ο τριχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τριχίας (πρβλ. ξιφίας: ξιφιός)] …   Dictionary of Greek

  • τριχίαι — τριχίᾱͅ , τριχία rope fem dat sg (attic doric aeolic) τριχίας one that is hairy masc nom/voc pl τριχίᾱͅ , τριχίας one that is hairy masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίαν — τριχίᾱν , τριχία rope fem acc sg (attic doric aeolic) τριχίᾱν , τριχίας one that is hairy masc acc sg (attic epic doric aeolic) τριχίας one that is hairy masc acc sg τριχίᾱν , τριχιάω suffer from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τριχίᾱν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχιᾶν — τριχία rope fem gen pl (doric aeolic) τριχίας one that is hairy masc gen pl (doric aeolic) τριχιάω suffer from pres part act masc voc sg (doric aeolic) τριχιάω suffer from pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τριχιάω suffer from pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχιῶν — τριχία rope fem gen pl τριχίας one that is hairy masc gen pl τριχιάω suffer from pres part act masc voc sg τριχιάω suffer from pres part act neut nom/voc/acc sg τριχιάω suffer from pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dhrigh- (or dhreikh-) —     dhrigh (or dhreikh )     English meaning: hair, bristle     Deutsche Übersetzung: “Haar, Borste”     Note: Root dhrigh (or dhreikh ) : “hair, bristle” derived from Root dhereĝh (dhr̥ĝh nü ) : “to wind, turn, *release, discharge, disband”.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»