-
1 τριακοσιοι
οἱ τ. Her., Plut. — триста спартанцев ( павших у Фермопил), суд трехсот ( судебный орган в Мегаре) Dem. или триста самых богатых членов симмории Dem.; ἵπττος τριακοσίη Xen. — конный отряд в триста человек
-
2 τριακόσιοι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τριακόσιοι
-
3 τριακόσιοι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τριακόσιοι
-
4 τριακόσιοι
ες [αϊ], α αριθ. триста -
5 τριακόσιοι
триста.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τριακόσιοι
-
6 τριακόσιοι
-
7 αποδεω
I(fut. ἀποδήσω)1) перевязывать, перетягивать(τὸν ὄμφαλον Plat., Arst.)
2) завязыватьII(fut. ἀποδεήσω) находиться в меньшем количестве, быть меньшимὀκτώ ἀποδέοντες τριακόσιοι Thuc. 300 — без 8, т.е. 292;
ἔτη ἑνὸς ἀποδέοντα ἑκατόν Luc. 99 — лет;ἄσματα οὐ πολὺ τῆς Σαπφῦς ἀποδέοντα Luc. — песни, немногим хуже тех, которые написала Сапфо;τοσοῦτον ἀποδέω τοῦ δεδοικέναι τὸν θάνατον, ὥστε … Plat. — я настолько далек от страха смерти, что …;οὐδὲν ἀ. τινος Plut. — не уступать чему-л.;ἀ. τῆς ἀληθείας Plat. — быть далеким от истины -
8 5145
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5145
См. также в других словарях:
τριακόσιοι — ες, α / τριακόσιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, ες, α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, αι, α, Α (απόλ. αριθμ.) 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες 2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων 3. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
τριακόσιοι — τριᾱκόσιοι , τριακόσιοι three hundred masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάρτυρες και όσιοι, Τριακόσιοι οι εν Κύπρω — Βλ. λ. Αλαμανοί, άγιοι … Dictionary of Greek
τριηκοσίων — τριακόσιοι three hundred fem gen pl (epic ionic) τριακόσιοι three hundred masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίαις — τριακόσιοι three hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίοις — τριακόσιοι three hundred masc/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίοισι — τριακόσιοι three hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίοισιν — τριακόσιοι three hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίους — τριακόσιοι three hundred masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίῃς — τριακόσιοι three hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίῃσι — τριακόσιοι three hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)