Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Немецкий
τραχηλό-σῑμος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σιμοτράχηλος — ον, Μ αυτός που έχει τράχηλο κυρτό προς τα εμπρός ώστε το πρόσωπό του να είναι σηκωμένο προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης, ανωφερής» + τράχηλος (πρβλ. σκληρο τράχηλος)] … Dictionary of Greek