-
1 трап
[τράπ] ουσ. α. αναβάθρα -
2 трап
[τράπ] ουσ α αναβάθρα -
3 самовольничание
-я ουδ.αυθαιρεσία• σα-τραπ ισμός.
См. также в других словарях:
τραπελίζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «τραπελιζόμενος συνεχῶς ἀναστρεφόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραπ τού ρ. τρέπω (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) με επίθημα ελος (πρβλ. εὐ τράπ ελος) και ρηματ. κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek
τραπέμπαλιν — Α επίρρ. 1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως» 3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ ἀριστερᾷ ὑπεναντίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) + … Dictionary of Greek
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek
κάχληκας — ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ) στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ηξ … Dictionary of Greek
παλιντράπελος — παλιντράπελος, ον (Α) αντίθετος, ενάντιος. επίρρ... παλιντραπέλως (Α) με παλινωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αοριστικό θ. τραπ τού ρ. τρέπω + επίθημα λο (βλ. λ. ευ τράπελος)] … Dictionary of Greek
τραπελός — ή, όν, Α αυτός που εύκολα στρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που απαντά μόνο ως β συνθετικό (πρβλ. δυσ τράπελος, εὐ τράπελος) και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραπ τής ρίζας του τρέπω*] … Dictionary of Greek
trep-1 — trep 1 English meaning: to trample, tread Deutsche Übersetzung: “trippeln, trampeln, treten” Material: O.Ind. tr̥prá , tr̥pála “hasty, unstet”? (probably from “trippelnd”); afghO.N. drabǝl “jiggle, shake, herabdrũcken”; Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary