-
1 τραγωδοποιος
-
2 τραγῳδοποιός
трагик, сочинитель трагедий -
3 τραγωδιοποιος
См. также в других словарях:
τραγῳδοποιός — tragic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδοποιός — ο / τραγῳδοποιός, ΝΑ, και ως επίθ. τραγῳδοποιός, όν, Α τραγικός ποιητής αρχ. (γενικά) συγγραφέας σοβαρής ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + ποιός*] … Dictionary of Greek
τραγωιδοποιοῦ — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιῶν — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιόν — τραγῳδοποιός tragic poet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιός — τραγῳδοποιός tragic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοῖς — τραγῳδοποιός tragic poet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοί — τραγῳδοποιός tragic poet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοῦ — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιούς — τραγῳδοποιός tragic poet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιῶν — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)