Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

τρία

  • 1 three

    τρία

    English-Greek new dictionary > three

  • 2 shipowner

    noun (a person or company that owns a ship or ships.) ιδιοκτήτης(-τρια) πλοίου, πλοιοκτήτης, εφοπλιστής

    English-Greek dictionary > shipowner

  • 3 teacher

    noun (a person who teaches, especially in a school.) δάσκαλος/-α (σε γυμνάσιο) καθηγητής,-τρια

    English-Greek dictionary > teacher

  • 4 telephonist

    [-'le-]
    noun (a person who operates a telephone switchboard in a telephone exchange.) τηλεφωνητής / -τρια

    English-Greek dictionary > telephonist

  • 5 three

    [Ɵri:] 1. noun
    1) (the number or figure 3.) τρεις, τρία
    2) (the age of 3.) τριών χρόνων
    2. adjective
    1) (3 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 3
    2) (aged 3.) τρίχρονος, τριετής
    - three-dimensional
    - three-quarter
    - three-year-old
    3. adjective
    ((of a person, animal or thing) that is three years old.) τρίχρονος, -η

    English-Greek dictionary > three

  • 6 trio

    ['tri:əu]
    plural - trios; noun
    1) (a group of three (people or things).) τρίο
    2) ((a piece of music for) three players: A trio was playing in the hotel lounge; a trio by Mozart.) τρίο, με τρία όργανα

    English-Greek dictionary > trio

  • 7 Division

    subs.
    In mathematics: P. σχίσις, ἡ (Plat.).
    Act of dividing: P. and V. διαίρεσις, ἡ.
    Separation: P. χωρισμός, ὁ.
    Cutting: P. τομή, ἡ.
    Disunion: P. and V. στσις, ἡ.
    Distribution: P. νομή, ἡ, διανομή, ἡ.
    Voting: P. χειροτονία, ἡ.
    Part separated: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, μερς, ἡ, P. μόριον, τό.
    Division of an army: P. and V. λόχος, ὁ, τάξις, ἡ, P. τέλος, τό, V. φῦλον, τό (Eur., Supp. 653).
    Of a fleet: P. τέλος, τό, V. τάξις, ἡ.
    Making three divisions of their ships: P. τρία τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν (Thuc. 1, 48).
    Commander of a division: P. and V. λοχαγός, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Division

  • 8 Surplus

    subs.
    Ar. and P. περιουσία, ἡ, P. τὸ περισσόν.
    There would have been a surplus of three talents for the city: P. τρία τάλαντα ἂν περιεγένετο τῇ πόλει (Lys. 185).
    ——————
    adj.
    P. and V. περισσός, P. περισσεύων (pres. part. of περισσεύειν).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Surplus

См. также в других словарях:

  • τρία — αριθμ. απόλ., άκλ. (πρβλ. και λ. τρεις) 1. ποσότητα από δύο και μία ακόμη μονάδα. 2. μαζί με το ουδ. άρθρο ως ουσ., το τρία ο αριθμός αυτός και το σύμβολό του 3: Το τρία είναι περιττός αριθμός. – Το 9 είναι πολλαπλάσιο του 3. 3. ό,τι έχει τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρία — τρεῖς neut nom/voc/acc pl τρία three neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρία Νίσια — Sp Tria Nisija Ap Τρία Νίσια/Tria Nisia L s. Egėjo j. P. Sporadų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • -τρια — ΝΑ βλ. λ. τήρας …   Dictionary of Greek

  • τρία — ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) βλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • τριά — τριάς the number three fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • τριακοντούτη — τριᾱκοντούτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακοντούτης — τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom sg τριᾱκοντούτης , τριακονταετής nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταετῆ — τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταέτη — τριᾱκονταέτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταέτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκονταέτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»