-
1 шейка
1. тех. (сужение в поперечном сечении) το κόμβιο- τριβέων2. мед. ο τράχηλοςο αυχέναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шейка
-
2 шея
шеяж ὁ λαιμός, ὁ τράχηλος/ ὁ αὐχήν, ὁ σβέρκος (сзади)· ◊ бросаться (вешаться) на шею кому́-л. σφιχταγκαλιάζω κάποιον· выгнать (вытолкать) кого́-л. в шею πετώ κάποιον ἔξω· сидеть на шее у кого́-л. κάθομαι στον σβέρκο κάποιου· получить по шее груб. τρώγω ξύλο, τις τρώγω· дать по шее груб. τίς βρέχω κάποιου· сломать себе шею τσακίζομαι, σπάνω τόν σβέρκο μου. -
3 выя
-и θ. (παλ. υψ. ύφος) τράχηλος, αυχένας, λαιμός. -
4 шея
-и θ.λαιμός, τράχηλος• σβέρκος.εκφρ.наломать (намять) -ю кому – χτυπώ, ξυλοκοπώ• δίνω σβερκιά•намылить -ю кому – κατσαδιάζω κάποιον•гнать (толкать – κλπ.) в -ю ή в три шеи (απλ.) διώχνω πυξ-λαξ, κακήν-κακώς, κλωτσηδόν•вешаться (бросаться, кидать(ся) на -ю кому – κρέμομαι, ρίχνομαι στο λαιμό κάποιου (αγκαλιάζω, χαϊδεύω) από αγάπη ή για να πετύχω•посадить на -ю кому – βάζω στο λαιμό κάποιου (επιφορτίζω κάποιον)•сесть на -ю кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (γίνομαι βάρος, παράσιτο σε κάποιον)•сидеть (быть, жить) на шее у кого – βλ. την προηγούμενη έκφραση•дать (надавать) по шее ή в шею, по -ям – (απλ.) α) χτυπώ στο σβέρκο δίνω σβερκιά. β) διώχνω πυξ-λαξ•на свою -ю ή себе на -ю – στην καμπούρα μου, σε βάρος μου.
См. также в других словарях:
τράχηλος — well reared masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
τράχηλος — ο 1. ο λαιμός μαζί με το σβέρκο: Τον έπιασε απ τον τράχηλο. 2. σβέρκος: Τον χτύπησε στον τράχηλο και τον σκότωσε. 3. το στενό μέρος σε σπλάχνα ή κόκαλα: Ο τράχηλος της μήτρας. 4. το στενόμακρο μέρος διάφορων δοχείων, λαιμός: Τράχηλος του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραχήλω — τράχηλος well reared masc nom/voc/acc dual τράχηλος well reared masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλοις — τράχηλος well reared masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλου — τράχηλος well reared masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλους — τράχηλος well reared masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλων — τράχηλος well reared masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλῳ — τράχηλος well reared masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλοι — τράχηλος well reared masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλον — τράχηλος well reared masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)