-
1 козёл
-
2 козел
козелм ὁ τράγος, τό κατσίκι:дикий \козел ἡ ἀγριόγιδα, τό ἀγριοκάτσικο, ὁ ἀϊ-γάγρος· ◊ \козел отпущения ὁ ἀποδιοπομπαίος τράγος. -
3 коза
зоол. η γίδα, η κατσίκα (ξεν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коза
-
4 тур
I.(отдельный этап) о γύροςο κύκλοςII.(горный козёл) о ορεινός τράγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тур
-
5 отпущение
отпущени||ес:\отпущение грехов церк. ἡ δφεσις τῶν ἀμαρτιών ◊ козел \отпущениея ὁ ἀποδιοπομπαίος τράγος. -
6 козёл
[καζιόλ] ουσ. α τράγος -
7 козёл
[καζιόλ] ουσ α τράγος -
8 бородатый
επ., βρ: -дат, -а, -оγενάτος, γενειοφόρος, πωγωνάτος•бородатый старик γενειοφόρος γέρος•
бородатый козел γενάτος τράγος.
-
9 козёл
-зла α.1. τράγος, τραγί.2. αγριόγιδο, αίγαγρος.3. είδος χαρτοπαιγνίου και ντόμινου.4. μικρό εφαλτήριο, (ξύλο)γαϊδάρα.εκφρ.козёл отпущения – (για σφάλματα) και τα βαριά και τ αλαφριά τα φορτώνουν στο γάιδαρο•пустить -зла в огород – αφήνω το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα•как от козла молока; как от -зла ни-шерсти,ни молока – παρμ. όπως γεννά ο κόκορας τ αυγά•драть -злом; -злим петь – (απλ.) τραγουδώ άσχημα, ρεκο!ζω. -
10 тур
тур 1-а α.1. γύρος, κύκλος• μια στροφή•один тур вальса ένας γύρος του βαλς.
|| περιφορά, περιοδεία•тур по Европе ο γύρος της Ευρώπης•
тур по городу ο γύρος της πόλης.
2. στάδιο•первый тур работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκεψης•
второй тур президенских выборов δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών.
|| περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων.тур 2-а α. παλ.1. καλάθι με χώμα σαν προπέτασμα (από τις σφαίρες και οβίδες).2. καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα).3. πυργίσκος από πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού).тур 3-а α.1. άγριος ταύρος που εξέλειψε.2. καυκάσιος ορεινός τράγος.
См. также в других словарях:
Τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
τράγος — ο 1. το αρσενικό γίδι, τραγί. 2. κληρικός. 3. μικρή προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού. 4. είδος πόας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… … Dictionary of Greek
Τράγε — Τράγος he goat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγε — τράγος he goat masc voc sg τράγω pres imperat act 2nd sg τράγω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τρώγω gnaw aor imperat act 2nd sg τρώγω gnaw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοιο — Τράγος he goat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοιο — τράγος he goat masc gen sg (epic) τράγω pres opt mp 2nd sg τρώγω gnaw aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)