-
1 Line
subs.P. and V. γραμμή, ἡ (Eur., frag.).Carpenter's line: P. and V. στάθμη, ἡ.Row: P. and V. τάξις, ἡ, στοῖχος, ὁ, P. στίχος, ὁ.In a line: P. κατὰ στοῖχον.In order: P. and V. ἑξῆς, ἐφεξῆς.Line to mark the winning point: Ar. and V. γραμμή, ἡ.Fishing line: V. ὁρμιά, ἡ.Line of a fishing net: V. κλωστὴρ λίνου.File, row: P. and V. στοῖχος, ὁ.Troops in line of battle: P. φάλαγξ, ἡ.In line: of ships, P. μετωπηδόν, opposed to in column, of troops, P. ἐπὶ φάλαγγος (Xen.).Win all along the line: P. νικᾶν διὰ παντός.Break the enemy's line of ships, v.: P. διεκπλεῖν (absol.); see Break.Lines of circumvallation: P. περιτείχισμα, τό, περιτειχισμός, ὁ,Line of poetry: Ar. and P. στίχος, ὁ, ἔπος, τό.Line of march: P. and V. ὁδός, ἡ, πορεία, ἡ.Being thus related through the male and not the female line: P. πρὸς ἀνδρῶν ἔχων τὴν συγγένειαν ταύτην καὶ οὐ πρὸς γυναικῶν (Dem. 1084).Line of action: P. προαίρεσις, ἡ.Draw the line, lay down limits, v.: P. and V. ὁρίζειν (absol.).Strike out a new line: Ar. and P. καινοτομεῖν (absol.).The founders must know the lines they wish poets to follow in their myths: P. οἰκισταῖς τοὺς τύπους προσήκει εἰδέναι ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς (Plat., Rep. 379A).It's a pretty scheme and quite in your line: Ar. τὸ πρᾶγμα κομψὸν καὶ σφόδρʼ ἐκ τοῦ σοῦ τρόπου (Thesm. 93).——————v. trans.Fill, man: P. and V. πληροῦν.Guard: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν.Mark, furrow: V. χαράσσειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Line
См. также в других словарях:
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
VULCANUS — I. VULCANUS Iunonis filius, Hesiod. in Theog. v. 927. Η῞ρῃ δ᾿ Η῞φαιςτον κλυτὸν εν φιλότητι μιγεῖσα, Hunc quidam voluerunt, subventaneo conceptu fuilssegenitum sine patre, quem tamen Homer. e patre Iove Iunonequt matre natum esse putavit. Fuerunt… … Hofmann J. Lexicon universale
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
STOICI — Philosophorum secta, cuius auctor est Zeno Cittieus, Strabo l. 14. Κίττιον ἔχει λιμένα κλειςτόν. εντἐυθέν ἐςτι Ζην´ων ὁ τῆς Στωϊκῆς αἰρέσεως ἀρχηγέτης. Stoicis autem nomen a porticu, ubi docuit Zeno. Quasi dicas, porticenses, ve. porticuarios.… … Hofmann J. Lexicon universale