Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τοὺς+λόγους

  • 1 Whisper

    subs.
    Murmur: P. and V. ψόφος, ὁ.
    In a whisper, in a low voice: use P. and V. σιγῇ, V. σῖγα.
    Not even a whisper: Ar. and P. οὐδὲ γρῦ; see not a word, under Word.
    ——————
    v. trans.
    Ar. and P. ψιθυρίζειν (acc. or absol.).
    absol. Murmur: P. and V. ψοφεῖν; see Murmur.
    Whisper to: Ar. ἐντρυλλίζειν (dat.) (Thesm. 341).
    He said something stooping to whisper: P. ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς (Plat., Rep. 449B).
    Ever whispering in your ear words to embitter you: V. εἰς οὖς ἀεὶ πέμπουσα μύθους ἐπὶ τὸ δυσμενέστερον (Eur., Or. 616).
    I would fain whisper the words to you: V. ἐς οὖς γὰρ τοὺς λόγους εἰπεῖν θέλω (Eur., Ion, 1521).
    He whispered in the ears of each words of estrangement: V. εἰς οὖς ἑκάστῳ δυσμενεῖς ηὔδα λόγους (Eur., And. 1091).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whisper

  • 2 Apply

    v. trans.
    Put to: P. and V. προσφέρειν, προστιθέναι, προσβάλλειν, προσγειν, ἐπιφέρειν.
    He applied the goad to the horses: V. ἐπῆγε κέντρον... πώλοις (Eur., Hipp. 1194).
    Attach: P. and V. προστιθέναι, προσάπτειν, προσαρμόζειν.
    Use: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Nor again can I apply the dream to my friends: V. οὐδʼ αὖ συνάψαι τοὔναρ εἰς φίλους ἔχω (Eur., I.T. 59). V. intrans.
    Suit, fit: P. and V. ἁρμόζειν, προσήκειν.
    In his accusations he spoke those words which now apply to himself: P. κατηγορῶν ἐκείνους τοὺς λόγους εἶπεν οἳ κατʼ αὐτοῦ νῦν ὑπάρχουσι (Dem. 416).
    Be in force: P. and V. ἰσχειν, κριος εἶναι.
    Apply one's mind to: Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.), P. and V. νοῦν ἔχειν (πρός, acc. or dat. without prep.).
    Apply oneself to: P. and V. ἔχεσθαι (gen.), ἅπτεσθαι (gen.), προσκεῖσθαι (dat.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), P. ἐπιτίθεσθαι (dat.).
    Apply for: see Seek.
    Apply to (a person for help, etc.): P. and V. προσέρχεσθαι (dat. or πρός, acc.), ἐπέρχεσθαι (acc.).
    Have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, acc.), P. καταφεύγειν (πρός, acc. or εἰς, acc.), V. φεύγειν (εἰς, acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Apply

  • 3 Prefer

    v. trans.
    P. and V. προτιμᾶν, προκρνειν, V. προτειν, P. προαιρεῖσθαι.
    Prefer to honour: P. and V. προτιμᾶν; see Exalt.
    Prefer an accusation: P. γραφὴν ἀποφέρειν (Dem. 423).
    Prefer one thing to another: P. and V. αἱρεῖσθαί (τι ἀντί τινος), P. (τι μᾶλλον ἤ τι), V. (τι πρόσθε τινός) (Eur., Hel. 952), προτιθέναι (or mid. in V.) (τί τινος) (Thuc. 3, 39), V. (τί ἀντί τινος or τι προς τινος), P. προτιμᾶν (τί τινος or τι ἀντί τινος), προαιρεῖσθαι (τί τινος or τι πρό τινος), V. προλαμβνειν (τι πρό τινος).
    Prefer war to peace: P. πόλεμον ἀντʼ εἰρήνης μεταλαμβνειν (Thuc. 1, 120).
    Prefer Aphrodite to Bacchus: V. τὴν Ἀφροδίτην πρόσθʼ ἄγειν τοῦ Βακχίου (Eur., Bacch. 225).
    Prefer not your words to mine: V. μὴ ʼπίπροσθε τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους θῇς (Eur., Suppl. 514). absol. with infin.: P. and V. βούλεσθαι μᾶλλον, V. βούλεσθαι alone (Eur., And. 351).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prefer

  • 4 Record

    subs.
    Memorial: P. and V. μνημεῖον, τό, Ar. and P. μνημόσυνον, τό, P. ὑπόμνημα, τό V. μνῆμα, τό.
    Worthy of record: P. ἀξιομνημόνευτος, P. and V. ἄξιος μνήμης.
    Register: P. ἀπογραφή, ἡ, λεύκωμα, τό.
    Tables on which treaties, etc., were recorded: Ar. and P. στῆλαι, αἱ.
    Records, archives: P. and V. λόγοι, οἱ, γράμματα, τά.
    Reputation: P. and V. δόξα, ἡ.
    Feat: P. and V. γώνισμα, τό.
    ——————
    v. trans.
    Narrate: P. and V. ἐξηγεῖσθαι, διέρχεσθαι, λέγειν; see Narrate.
    Mention: P. and V. μνησθῆναι (aor. pass. of μιμνήσκειν) (gen. or περ gen.); see Mention.
    Write down: P. and V. γρφειν, ἐγγρφειν, V. δελτοῦσθαι.
    Record my words on the tablets of your mind: V. θὲς δʼ ἐν φρενὸς δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους (Soph., frag.).
    Know this and record it in your mind: V. ταῦτʼ ἐπίστω καὶ γράφου φρενῶν ἔσω (Soph., Phil. 1325).
    Record (it) on the unforgetting tablets of your mind: V. ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν (Æsch., P.V. 789).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Record

См. также в других словарях:

  • Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»