Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

του+είναι

  • 1 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

  • 2 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 3 невозможно

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. ανυπόφορα, αφόρητα•

    он ведт себ|й невозможно η συμπεριφορά του είναι ανυπόφορη ή αυτός είναι ανυπόφορος.

    || είναι αδύνατον, δεν υπάρχει δυνατότητα•

    невозможно сделать это είναι αδύνατο να γίνει αυτό.

    || πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > невозможно

  • 4 худо

    ουδ.
    παλ. το κακό•

    нет -а без добра δεν υπάρχει κακό χωρίς καλό.

    επίρ.
    κακά, άσχημα. || ως κατηγ. είναι κακά, άσχημα•

    больному худо ο άρρωστος ειναι άσχημα•

    ему худо του είναι άσχημα.

    εκφρ.
    худо бедноπαλ. ελάχιστα, λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > худо

  • 5 утверждение

    ουδ.
    1. στερέωση• εδραίωση•

    утверждение власти εδραίωση της εξουσίας•

    утверждение порядка εδραίωση της τάξης.

    2. επικύρωση• έγκριση•

    утверждение договора επικύρωση της συμφωνίας•

    плана έγκριση του σχεδίου•

    утверждение закона επικύρωση του νόμου•

    утверждение в должности έγκριση διορισμού•

    дать на утверждение υποβάλλω για έγκριση.

    3. θέση, σκέψη, γνώμη• ισχυρισμός•

    его -я совершенно правильны οι ισχυρισμοί του είναι απόλυτα σωστοί.

    Большой русско-греческий словарь > утверждение

  • 6 вваливаться

    вваливаться
    несов, ввалиться сов
    1. (провалиться) разг πέφτω, γκρεμίζομαι:
    \вваливаться в яму πέφτω στό λάκκο;
    2. (стать впалым) βαθουλώνω:
    у него́ глаза ввалились τά μάτια του βαθουλώσανε, τά μάτια του εἶναι κομμένα;
    3. (войти) разг μπαίνω ἄξαφνα, πέφτω ξαφνικά, εἰσέρχομαι ἀπότομα.

    Русско-новогреческий словарь > вваливаться

  • 7 стоить

    сто́||ить
    несов
    1. (о денежной стоимости) στοιχίζω, κοστίζω:
    сколько это \стоитьит? πόσο κοστίζει;·
    2. (заслуживать) ἀξίζω, εἶμαι ἀξιος· они́ \стоитьят друг дру́га βρήκε ὁ Φίλιππος τό Ναθαναήλ·
    3. безл (имеет смысл, следует) ἀξίζω:
    \стоитьит ли из-за этого огорчаться δέν ἀξίζει τόν κόπο νά στενοχωριέστε· \стоитьит только захотеть... φτάνει μόνο νά τό θελήσει κανείς...· ◊ не \стоитьит благодарности παρακαλώ· ему́ ничего́ не \стоитьит сделать это τοῦ εἶναι πολύ ἐΰκολο νά τό κάνει· игра не \стоитьит свеч погов. τἴ ναι ὁ κάβουρας τί· ναι τό ζουμί του.

    Русско-новогреческий словарь > стоить

  • 8 улыбаться

    улыб||аться
    несов
    1. χαμογελώ, μειδιώ:
    \улыбаться кому́-л. χαμογελώ σέ κάποιον \улыбаться своим мыслям χαμογελώ σκεφτόμενος κάτι· \улыбаться солнцу χαμογελώ κυττάζοντας τόν ήλιο· при воспоминании об этом он всякий раз \улыбатьсяался κάθε φορά πού τό θυμόνταν χαμογελούσε· \улыбаться иронически (презрительно) χαμογελώ είρωνικά (πε-ριφρονητικά)·
    2. перен (быть желательным) разг:
    ему́ это не \улыбатьсяается αὐτό δέν τοῦ εἶναι καθόλου εὐχάριστο· ◊ жизнь ему́ \улыбатьсяается ἡ τύχη τόν εὐνοεΐ, ἡ τύχη τοῦ μειδιἄ.

    Русско-новогреческий словарь > улыбаться

  • 9 заключать

    ρ.δ.
    1. βλ. заключить.
    2. συμπεραίνω, βγάζω το συμπέρασμα•

    из чего это заключаете? από που το συμπεραίνετε αυτό;

    3. περιέχω, περικλείνω, κλείνω μέσα•

    книга эта -ет в себе много истин αυτό το βιβλίο περιέχει πολλές αλήθειες•

    заключать в скобки κλείνω σε παρένθεση.

    1. περιέχομαι, περικλείνομαι• βρίσκομαι, είμαι•

    в пакете -лось сто рублей στο πακέτο ήταν εκατό ρούβλια•

    никто не понял, какой смысл -лся в его словах κανένας δεν κατάλαβε τι σημασία είχαν τα λόγια του.

    2. συνίσταμαι, σύγκειμαι, αποτελούμαι, απαρτίζομαι•

    все его богатство -ется в одном доме όλος ο πλούτος του είναι μόνο ένα σπίτι•

    дело -ется в следующем η υπόθεση έχει ως εξής.

    3. τελειώνω, κλείνω•

    письмо ется пожеланиями το γράμμα τελειώνει με ευχές.

    Большой русско-греческий словарь > заключать

  • 10 поддать

    ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).
    2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.
    3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.
    4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.
    εκφρ.
    поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.
    ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•

    поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•

    не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•

    его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•

    не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•

    поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.

    Большой русско-греческий словарь > поддать

  • 11 связь

    -и, προθτ. о связи, в связи
    κ. в связи θ.
    1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•

    связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•

    торговые связи εμπορικές σχέσεις•

    хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•

    αλληλοσύνδεση•

    установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•

    причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•

    взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•

    логическая связь λογική σχέση.

    || αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•

    его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.

    2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•

    нравственная связь ηθικός δεσμός•

    она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•

    поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•

    прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•

    дружеская связь φιλικός δεσμός•

    пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).

    3. επικοινωνία•

    телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•

    средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•

    связь с городом επικοινωνία με την πόλη.

    4. ένωση, κόλλημα•

    связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.

    5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.
    εκφρ.
    в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•
    в -й – με την ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > связь

  • 12 ветер

    ветер
    м ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:
    попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον.

    Русско-новогреческий словарь > ветер

  • 13 малый

    мал||ый I
    прил
    1. (маленький) μικρός, μικρούλης, μικρούτσικος:
    \малыйые государства τά μικρά κράτη· \малыйая скорость ж.-д. ἡ μικρή ταχύτητα· бесконечно \малыйая величина мат τό ἀπειροστημόριο[ν]·
    2. (узкий, тесный) μικρός, στενός:
    боти́нкя ему́ \малыйы τά παπούτσια τοῦ εἶναι στενά· 3.

    Русско-новогреческий словарь > малый

  • 14 перевязь

    перевяз||ь
    ж
    1. воен. ὁ τελαμών, τό λουρί·
    2. мед. ὁ χειρολαβος, ἡ κούνια:
    у него рука на \перевязьи τό χέρι του εἶναι σέ χειρολάβο.

    Русско-новогреческий словарь > перевязь

  • 15 противный

    проти́вн||ый I
    прил (противоположный) ἐνάντιος, ἀντίθετος, ἀντικρυνός:
    \противныйая сторона юр. ὁ ἀντίδικος· в \противныйом случае σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει.
    противный II
    прил (неприятный) σιχαμένος, ἀντιπαθητικός/ ἀηδιαστικός (тошнотворный)/ ἀντιπαθητικός (о человеке):
    \противный вид ἡ σιχαμένη δψη· у него \противныйое лицо τό πρόσωπο του εἶναι ἀντιπαθητικό· \противный запах ἡ ἀηδιαστική μυρωδιά, ἡ δυσοσμία.

    Русско-новогреческий словарь > противный

  • 16 вить

    вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. πλέκω, συστρέφω•

    вить веревку πλέκω τριχιά•

    вить венки πλέκω στεφάνια.

    || κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•

    вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•

    вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.

    || κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).
    εκφρ.
    вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).
    1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•

    у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•

    плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•

    вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.

    2. στροβιλίζω•

    снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•

    орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•

    дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.

    4. πλέκομαι, συστρέφομαι•

    веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.

    Большой русско-греческий словарь > вить

  • 17 двояко

    επίρ.
    κατά δυό τρόπους, με δυό τρόπους• διφορούμενα•

    задачу можно решить двояко το πρόβλημα μπορεί να λυθεί κατά δυό τρόπους•

    его слова следует понимать двояко τα λόγια του ειναι διφορούμενα.

    Большой русско-греческий словарь > двояко

  • 18 извернуться

    ρ.σ.
    1. στρίβω, γυρίζω• αποφεύγω•

    его схватили, но он ловко извернутьсялся и убежал τον έπιασαν, όμως αυτός επιδέξια έστριψε και έφυγε τρέχοντας.

    2. μτφ. βρίσκω διέξοδο• τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    без займа ему трудно будет извернуться χωρίς δάνειο θα του είναι δύσκολο να τα βγάλει πέρα.

    Большой русско-греческий словарь > извернуться

  • 19 излишний

    -яя, -ее, βρ: -шен, -шня, -шне.
    1. περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερβολικός•

    -ее любопытство υπερβολική περιέργεια•

    -ие подробности περιττές λεπτομέρειες•

    -яя роскошь περίσσια πολυτέλεια•

    его при-суствие -е η παρουσία του είναι περιττή.

    2. άδικος, χαμένος, άχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > излишний

  • 20 коренник

    α.
    το μεσαίο άλογο της τρόϊκας• το άλογο που ζεύεται στο τιμόνι (όταν μαζί του είναι και άλλα).

    Большой русско-греческий словарь > коренник

См. также в других словарях:

  • Του Φου — Κινέζος ποιητής της δυναστείας Τ’ανγκ (Τούλινγκ, Σενσί 712 – Λέιγιανγκ, Χουνάν 700). Σύγχρονος του Λι Πο, διεκδικεί από αυτόν την πρώτη θέση στην ιστορία της κινεζικής ποίησης. Εμπνεόμενος από τον κομφουκιανισμό, έγραψε ποιήματα με βαθύ στοχασμό… …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

  • Πάσχα, νησί του- — (Papa Nui). Νησί της Χιλής στον νοτιοανατολικό Ειρηνικό (180 τ. χλμ.) ενωμένο στην επαρχία Βαλπαραΐσο. Βρίσκεται απομονωμένο στον απέραντο ωκεανό, έχει σχήμα τριγώνου, στις κορυφές του οποίου υψώνονται τρεις ηφαιστειακοί κώνοι (ο ψηλότερος είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αμάσιος, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο εννοείται σπουδαίος αγγειογράφος. Είναι άγνωστο πού και πότε γεννήθηκε, έζησε πάντως στην Αττική και ζωγράφιζε αγγεία που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Αμάσιος. Ζωγράφισε αμφορείς… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης του Σόλσμπερι — (John of Salisbury,Σόλσμπερι 1110; – Σαρτρ 1180). Άγγλος συγγραφέας, θεολόγος και φιλόσοφος. Σπούδασε στο Παρίσι και στη Σαρτρ (1136 48), κοντά στους διασημότερους δασκάλους της εποχής του: Αβελάρδο, Αλβέριχο της Ρενς, Γκιγιόμ ντε Κονς, Ζιλμπέρ… …   Dictionary of Greek

  • Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αχιλλέα, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατική ονομασία αγνώστου αττικού αγγειογράφου, από τους σημαντικότερους του ερυθρόμορφου ρυθμού. Ονομάστηκε έτσι από ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, την παράσταση του Αχιλλέα και της Βρισηίδας σε θαυμάσιο αμφορέα, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Μειδία, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.) Συμβατικό όνομα ενός Αθηναίου αγγειογράφου του ερυθρόμορφου ρυθμού. Η επονομασία αυτή οφείλεται στο ότι εργάστηκε ως επί το πλείστον για τον αγγειοπλάστη Μειδία, ακμάζοντας στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. Απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • γαβιάλης του Γάγγη — (gavialis gangeticus). Κροκοδειλοειδές της οικογένειας των γαβιαλιδών. Το μήκος του σώματος των αρσενικών μπορεί να περάσει τα 7 μ. Ο τράχηλος και η ράχη του σκεπάζονται με πλατιές φολίδες, που ενισχύονται από κάτω με οστέινες πλάκες δερμικής… …   Dictionary of Greek

  • Κλεοφώντος, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα ενός αγγειογράφου, ο οποίος εργάστηκε περίπου από το 435 έως το 420 π.Χ. Η τέχνη του είναι επηρεασμένη από τη ζωγραφική του Πολυγνώτου. Το προσεγμένο σχέδιο, οι ρευστές γραμμές στην απόδοση των ενδυμάτων και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»