-
1 archer
τοξότης -
2 lučištník
τοξότης -
3 lukostřelec
τοξότης -
4 archer
τοξότης -
5 łucznik
τοξότης -
6 okçu
τοξότης, τοξοβόλος, τοξευτής -
7 стрелец
(созвездие) о Τοξότης (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стрелец
-
8 Стрелец
Стрелецм астр. ὁ Τοξότης. -
9 archer
-
10 Стрелец
[στριλιέτς] ουσ. α. (αστρ.) Τοξότης -
11 Стрелец
[στριλιέτς] ουσ α (αστρ) Τοξότης -
12 лучник
-а α.τοξότης (οπλίτης). -
13 стрелец
-льца α. παλ. μόνιμος ειδικευμένος στρατιωτικός. || τοξότης (αστερισμός). -
14 Archer
subs.P. and V. τοξότης, ὁ.Mounted archer: Ar. and P. ἱπποτοξότης, ὁ.Commander of archers: P. τόξαρχος.Nor will he bring back his life to his archer mother: V. οὐδʼ ἀποίσεται βίον τῇ καλλιτόξῳ μητρί (Eur., Phoen. 1161).Armed with the bow, adj.: V. τοξοτευχής, Ar. τοξοφόρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Archer
-
15 Bowman
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bowman
-
16 Shooter
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shooter
См. также в других словарях:
τοξότης — bowman masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότης — I (Αστρον.). Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Βρίσκεται ανάμεσα στον Αιγόκερο και στον Σκορπιό και αποτελείται από 298 αστέρες, από τους οποίους 65 φαίνονται με γυμνό μάτι. Ο Τ. έχει επίσης πολλά αστρικά σμήνη και 3 νεφελώματα. Ο Τοξότης είναι ο… … Dictionary of Greek
τοξότης — ο 1. αρχαίος στρατιώτης οπλισμένος με τόξο. 2. ως κύρ. όν., Τοξότης, ο ο ένατος αστερισμός του ζωδιακού κύκλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοξόται — τοξότης bowman masc nom/voc pl (doric) τοξότᾱͅ , τοξότης bowman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοτῶν — τοξότης bowman masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξόταιν — τοξότης bowman masc gen/dat dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξόταις — τοξότης bowman masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότην — τοξότης bowman masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότου — τοξότης bowman masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότῃ — τοξότης bowman masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξότῃσι — τοξότης bowman masc dat pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)