Перевод: с русского на все языки

τοκίζει

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • τοκίζω — τόκισα, τοκίστηκα, τοκισμένος 1. μτβ., δανείζω με τόκο: Τοκισμένα χρήματα. 2. αμτβ., είμαι τοκιστής, είμαι τοκογλύφος: Τοκίζει και ζει. 3. δεν εργάζομαι από τεμπελιά, σαν να ζω από τόκους ανύπαρκτου κεφαλαίου: Τοκίζει ο ακαμάτης, κι ας υπάρχουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • τοκιστής — ο, θηλ. τοκίστρια, ΝΑ [τοκίζω] 1. αυτός που τοκίζει, που δανείζει με τόκο 2. (γενικά) δανειστής νεοελλ. φρ. «τοκιστής και σουλατσαδόρος» άνθρωπος που δεν εργάζεται, φυγόπονος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»