Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

το+αίσθημα

  • 1 αισθημα

        - ατος τό
        1) чувство, чувственное восприятие
        2) чувствование, ощущение, понимание
        

    αἴ. τοι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται Eur.даже детям свойственно чувствовать несчастья

    Древнегреческо-русский словарь > αισθημα

  • 2 αίσθημα

    τό
    1) физиол, чувство, ощущение;

    αίσθημα του ψύχους — ощущение холода;

    αίσθημα πόνου — чувство боли;

    τό αίσθημα της ακοής — слух;

    2) чувство, душевное состояние;

    αίσθημα χαράς (λύπης, φόβου) — чувство радости (горести, страха);

    3) чувство, сознание;

    αίσθημα ευθύνης (περηφάνειας) — чувство ответственности (гордости);

    τό αίσθημα της αξιοπρέπειας — чувство собственного достоинства;

    4) чувство, любовь;

    μεταξύ τους ανεπτύχθη αίσθημα — они полюбили друг друга;

    § άνθρωπος με αισθήματα человек с душой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίσθημα

  • 3 αίσθημα

    [эстима] ουσ. о. чувство, ощущение,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αίσθημα

  • 4 αίσθημα

    [эстима] ουσ ο чувство, ощущение.

    Эллино-русский словарь > αίσθημα

  • 5 επαισθημα

        - ατος τό восприятие, ощущение ( содержание или результат) Plut., Diog.L.

    Древнегреческо-русский словарь > επαισθημα

  • 6 αίστημα

    το см. αίσθημα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίστημα

  • 7 αυθόρμητος

    η, ο [ος, ον ]
    1) самопроизвольный, спонтанный; непроизвольный;

    αυθόρμητο αίσθημα — спонтанное чувство;

    2) стихийный;

    αυθόρμητη διαδήλωση — стихийная демонстрация;

    3) действующий по собственной инициативе, по собственной воле

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυθόρμητος

  • 8 βαρύς

    (ε)ιά, ύ [εία, ύ ]
    1) тяжёлый (по весу);

    βαρύ φορτίο — тяжёлый груз;

    2) перен. тяжёлый, тяжело переносимый; гнетущий, тягостный;

    βαρ(ε)ιά λύπη — тяжёлое горе;

    βαρ(ε)ιά στενοχώρια — гнетущая тоска;

    βαρ(ε)ιά εντύπωση — тягостное впечатление;

    βαρ(ε)ιά φροντίδα — тяжёлое бремя;

    3) тяжёлый, трудный, обременительный (о деле);

    βαρ(ε)ιά αποστολή — обременительное поручение;

    βαρ(ε)ιά δουλιά — тяжёлая работа;

    βαρύς κόπος — тяжёлый труд;

    βαρεις όροι συμφωνίας — тяжёлые условия договора;

    4) тяжёлый, тяжеловесный; неуклюжий; громоздкий; грузный;

    βαρύ οικοδόμημα — громоздкое сооружение;

    βαρύς άνθρωπος — грузный человек;

    βαρύ ύφος — тяжёлый стиль;

    5) тяжёлый, серьёзный;

    βαρύ τραδμα — тяжёлая рана;

    βαρύ πταίσμα (λάθος) — тяжёлая вина (ошибка);

    βαρύ έγκλημα — тяжкое преступление;

    6) суровый, строгий;

    βαρ(ε)ιά ποινή — суровое, тяжёлое наказание;

    βαρ(ε)ιά επίπληξη — строгий выговор;

    7) тяжёлый, неприятный;

    βαρ(ε)ιά ημέρα — тяжёлый день;

    βαρύ αίσθημα — тяжёлое чувство;

    βαρύς χαρακτήρας — тяжёлый характер;

    βαρ(ε)ιά αποφορά — тяжёлый запах;

    βαριά αρώματα — резкий запах духов;

    βαρ(ε)ιά ατμόσφαιρα — а) тяжёлый воздух; — б) перен. тяжёлая атмосфера;

    8) тяжёлый (о пище); крепкий (о напитках и т. п.);

    βαρύ φα(γ)ί — тяжёлая пища;

    βαρύς καφές — крепкий кофе;

    βαρύ κρασί — крепкое вино;

    βαρύ τσιγάρο — крепкая сигарета;

    9) густой (о жидкости и т. п.);

    βαρύ λάδι — густое масло;

    βαρύ πετρέλαιο — густая нефть;

    10) низкий, густой, полнозвучный (о звуке и т. п.);

    βαρ(ε)ιά φωνή — низкий голос;

    11) тяжёлый, важный, серьёзный, значительный;

    βαρ(ε)ιά ευθύνη — тяжёлая ответственность;

    12) тяжеловесный, тяжёлый;
    13) ценный, дорогой, драгоценный;

    βαρύ δώρο — ценный подарок;

    βαρ(ε)ιά προικιά — большое приданое;

    14) прям., перен. мрачный, угрюмый;

    είναι βαρύς απόψε — он сегодня мрачный, молчаливый;

    βαρύς ουρανός — мрачное, облачное небо;

    § βαριά όπλα — тяжёлое оружие;

    βαρύ πυροβολικό — тяжёлая артиллерия;

    βαρύ άρμα μάχης — тяжёлый танк;

    βαρ(ε)ιά βιομηχανία — тяжёлая промышленность;

    βαρ(ε)ιά καύσιμη ΰλη — тяжёлое топливо;

    βαρύ κεφάλι — тяжёлая голова;

    βαρύ βήμα — тяжёлый шаг;

    βαρύ χέρι — тяжёлая рука;

    βαρύς χειμώνας — суровая зима;

    τύπος βαρύς — тяжёлый человек;

    βαρ(ε)ιά κουβέντα — обидное слово;

    μη μας κάνεις το βαρύ — не изображай сердитого;

    τούρθε βαρύ — это его задело;

    это его обидело;

    του φάνηκε βαρυ — он очень огорчён; — доб πέφτει βαρύ — это мне не под силу;

    βαρ(ε)ιά η ώρα πού σε γνώρισα — пусть будет проклят час, когда я узнал тебя;

    βαρύς τα ώτα ( — или στ' αυτιά) — тугой на ухо, глуховатый;

    βαρ(ε)ιά η καλογερική — погов, тяжёл монашеский посох (ср. тяжела ты, шапка Мономаха)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαρύς

  • 9 διέξοδος

    η прям., перен. выход;
    δάσος άνευ διεξόδου непроходимый лес;

    δίδω διέξοδο στο αίσθημα — дать выход чувству;

    άλλη διέξοδος δεν υπάρχει — другого выхода нет;

    ουδεμία διέξοδος ευρίσκεται εκ... — нет никакого выхода из...;

    διέξοδος εμπορική — экспорт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διέξοδος

  • 10 εξεγείρω

    (αόρ. εξήγειρα) μετ.
    1) прям., перен. поднимать, пробуждать, будить;

    εξεγείρω εις επανάστασιν (εξέγερσιν, αγώνα) — поднимать на революцию (восстание, борьбу);

    εξεγείρω εις την ψυχήν τίνος το πατριωτικόν αίσθημα — пробуждать в душе кого-л. патриотическое чувство;

    2) возбуждать, подстрекать;
    3) вызывать крайнее негодование; приводить в гнев, в ярость; 1) прям., перен. — подниматься, пробуждаться;

    2) восставать, бунтовать;
    3) приходить в гнев, в ярость; гневаться (уст.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξεγείρω

  • 11 θερμός

    η, ό[ν] 1.
    1) прям. перен. тёплый; горячий;

    θερμές χώρες — тёплые страны;

    θερμή συζήτηση — горячий спор;

    θερμά συγχαρητήρια — горячие поздравления;

    θερμός χαιρετισμός — горячий привет;

    θερμό αίσθημα — тёплое чувство;

    θερμή υποδοχή — тёплый, радушный приём;

    2) страстный, темпераментный (о женщине);
    2. (ο) 1) кипяток; 2) щёлок

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θερμός

  • 12 μειονεκτικότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) неполноценность, дефектность; недостаточность;

    αίσθημα μειονεκτικότητας — комплекс неполноценности;

    2) менее благоприятное положение; неравноправие, бесправие

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μειονεκτικότητα

См. также в других словарях:

  • αίσθημα — αίσθημα, το και αίστημα, το 1. το ψυχικό γεγονός που δημιουργείται με τις αισθήσεις: Ο άνθρωπος έχει αισθήματα οπτικά, ακουστικά, απτικά, οσφρητικά, γευστικά. 2. το συναίσθημα γενικά: Την παντρεύτηκε από αίσθημα. – Είναι παιδί με αισθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἴσθημα — object of sensation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσθημα — Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού… …   Dictionary of Greek

  • κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • αἰσθημάτων — αἴσθημα object of sensation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθήμασι — αἴσθημα object of sensation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθήματα — αἴσθημα object of sensation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθήματος — αἴσθημα object of sensation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»