Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τινὸς+εἶναι

  • 1 чей

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чей этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чей

  • 2 чья

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чья этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чья

  • 3 чьё

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чьё этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чьё

  • 4 чей

    чей
    мест.
    1. вопр. τίνος, ποιανοῦ:
    чья это тетрадь? ποιανοῦ εἶναι τό τετράδιο;· чьи это книги? τίνος εἶναι τά βιβλία;·
    2. относ. τοῦ ὁποίου, τής ὁποίας, τῶν ὁποίων:
    герой, чье и́мя известно всем ὁ ήρωας τό δνομα τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστόν σέ ὅλους.

    Русско-новогреческий словарь > чей

  • 5 Serve

    v. trans.
    Wait on: P. and V. πηρετεῖν (dat.), διακονεῖν (dat.), λατρεύειν (dat.) (Isoc.), θεραπεύειν (acc.), V. προσπολεῖν (dat.)
    Be a slave to: P. and V. δουλεύειν (dat.), θητεύειν (dat.).
    Serve the gods: P. and V. λατρεύειν (dat.), P. θεραπεύειν (acc.); see Worship.
    Help, assist: P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), πηρετεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν (dat.), πουργεῖν (dat.); see help.
    Benefit: P. and V. εὐεργετεῖν, εὖ ποιεῖν, εὖ δρᾶν; see Benefit.
    Minister, supply: P. and V. παρέχειν (or mid.), πορίζειν (or mid.); see Supply.
    Treat: P. and V. χρῆσθαι (dat.)
    Repay: P. and V. μείβεσθαι, μνεσθαι, ἀνταμνεσθαι, Ar. and V. ἀνταμείβεσθαι.
    Serve at table: see serve up.
    Serving his own illegal ends: P. τῇ ἑαυτοῦ παρανομίᾳ ἐξυπηρετῶν (Lys. 122).
    Serve in an office: Ar. and P. ἀρχὴν ἄρχειν.
    Serve in turn: V. ἀντιδουλεύειν (dat.).
    Absolutely, be a servant: P. and V. πηρετεῖν, διακονεῖν.
    Be a slave: P. and V. δουλεύειν, θητεύειν.
    Serve in the army: P. and V. στρατεύειν (or mid.).
    Serve in a jury: Ar. and P. δικάζειν.
    Be enough: P. and V. ἀρκεῖν, ἐξαρκεῖν; see Suffice.
    Serve as an example: P. and V. παρδειγμα ἔχειν.
    Evils serve as an example to the good: V. τὰ γὰρ κακὰ παραδεῖγμα τοῖς ἐσθλοῖσιν... ἔχει (Eur., El. 1084).
    Serve for, do instead of: P. and V. ἀντ τινος εἶναι (Thuc. and V. μετρεῖν, P. διαμετρεῖν, V. ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Requite: P. and V. μείβεσθαι, μνεσθαι, ἀνταμνεσθαι, Ar. and V. ἀνταμείβεσθαι; see also P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc., V. gen.).
    Help towards a result: P. προφέρειν (εἰς, acc.).
    Serve up: Ar. and P. παρατιθέναι, V. προτιθέναι (also Ar. in mid.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Serve

  • 6 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 7 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 8 что

    что I
    мест, (чего, чему́, чем, о чем)
    1. вопр. и относ. τί (τίνος, μέ τί, γιατί, γιά ποιο):
    что случилось? τί συνέβη;· что ты заду́мался? τί σκέπτεσαι;· что за ерунда! τί ἀνοησίες!, τί κουροφέξαλα!· что за шум? τί θόρυβος εἶναι αὐτός;· чего́ тебе хочется? τί θέλεις;· чего́-чего́ у них (только) нет καί τί δέν ἔχουν
    2. вопр. и относ, (сколько) πόσον, τί:
    что стоит книга? πόσο κοστίζει τό βιβλίο; что есть ду́ху μέ ὅλες του τίς δυνάμεις·
    3. относ. ὁ ὀποιος (ή ὁποία, τό ὀποιον, οἱ ὀποιοι, οἱ ὁποίες, τά ὀποια), πού:
    дом, что стоит на углу́ τό σπίτι, πού εἶναι στή γωνία·
    4. неопр. (что-нибудь) κάτι, τίποτε:
    чуть что μέ τό παραμικρό· в случае чего́ ἐάν συμβή τίποτε·
    5. вопр. (в каком положении, как поживает) πῶς:
    что ваша сестра? πῶς εἶναι ἡ ἀδελφή σας;· что больной? πώς εἶναι ὁ ἀρρωστος;· ◊ а что? καί τί μ' αὐτό;· ты что, хочешь ехать? τί, θέλεις νά φύγεις;· ни за что (на свете) ποτέ!, οὐδέποτε!· ни за что, ни про что γιά τό τίποτε· что толку в этом? καί τί τό ὀφελος;· что ли разг (вводн. сл., выражающее неуверенность, сомнение):
    пойдем, что ли? τί λες, "πδμε;· вот что ἄκου λοιπόν вот что, приходите послезавтра ἐλατε μεθαύριο· что ты!, что вы! а) μά τί λες, τί λέτε, εἶναι ἀδύνατον (при выражении удивления), б) τί λες καημένε (при возражении)· что бы ни случилось δ,τι καί νά συμβεί· что бы вы ни сказали δ,τι καί νά πείτε· чуть что μέ τό παραμικρό· что до, что касается ὀσον ἀφορα, ὅσο γιά· что до меня ὅσο γιά μένα...· ни к чему δέν χρειάζεται· ни с чем (остаться, уйти́ и т. п.) χωρίς τίποτε· с чего́ он это. взял? ποῦ του ήρθε αὐτό;
    что II
    союз τί, πού:
    досадно, что я опоздал λυποῦμαι πού ἀργησα· чемодан такой тяжелый, что я не могу́ его́ поднять ἡ βαλίτσα εἶναι τόσο βαρειά πού δέν μπορώ νά τήν σηκώσω· сказал так ти́хо, что никто́ не услышал τό είπε τόσο σιγά πού κανείς δέν τόν ἄκου-σε· я рад, что вижу вас χαίρομαι πού σᾶς βλέπω· что ты пойдешь, что я \что все равно́ είτε ἐσύ θά πᾶς εἰτε ἐγώ τό ἰδιο κάνει.

    Русско-новогреческий словарь > что

  • 9 чей?

    (чья, чьё, чьи)
    ποιανού, τίνος

    чья э́то кни́га? — ποιανού είναι αυτό το βιβλίο

    чей э́то портфе́ль? — ποιανού είναι ο χαρτοφύλακας

    чьё э́то письмо́? — ποιανού είναι το γράμμα

    чьи э́то кни́ги? — ποιανού είναι τα βιβλία

    Русско-греческий словарь > чей?

  • 10 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 11 решать

    реш||ать
    несов
    1. (принимать решение) ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση/ βγάζω ἀπόφαση (в суде):
    я \решатьйл остаться дома ἀποφάσισα νά μείνω στό σπίτι· \решать дело в чью-л. пользу (в суде) βγάζω ἀπόφαση ὑπέρ τίνος· это \решатьено εἶναι ἀποφασισμένο·
    2. (задачу и т. ἡ.) λύ(ν)ω:
    \решать задачу λύ(ν)ω τό πρόβλημα· это \решатьа́ет исход дела αὐτό κρίνει τήν ἐκβαση τής ὑπόθεσης· это не \решатьа́ет вопроса αὐτό δέ λύει τό ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > решать

  • 12 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 13 похожий

    επ., βρ: -хож, -а, -е.
    1. όμοιος, ίδιος με•

    похожий на мать ребёнок παιδάκι ίδιο με τη μάνα του.

    2. -же (παρνθ. λ.) φαίνεται, σαν, ως να.
    εκφρ.
    -же (на то), что... – όπως φαίνεται,.κατά τα φαινόμενα, σαν να....• на что (это) -же? σε ποιόν (τίνος) χρειάζεται αυτό; άραγε είναι δυνατόν;•
    ни на что – Ηθ•
    -же – αυτό ξεπερνά τα όρια, μη (θεέ μου) χειρότερα•
    не -жв – δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει.

    Большой русско-греческий словарь > похожий

  • 14 Cause

    subs.
    P. and V. αἰτία, ἡ, Ar. and P. αἴτιον, τό.
    Occasion: P. and V. φορμή, ἡ.
    First cause, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Cause at law: P. and V. γών, ὁ, δκη, ἡ.
    Source, root: P. and V. πηγή, ἡ, ῥίζα, ἡ.
    The cause of: use adj., P. and V. αἴτιος (gen.).
    Of these things I am the cause: V. τῶνδʼ ἐγὼ παραίτιος (Æsch., frag.).
    Joint cause of: use adj.: P. and V. συναίτιος (gen.).
    From what cause: V. ἐκ τνος λόγου; see Why.
    The common cause: P. and V. τὸ κοινόν.
    Make common cause with, v.: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι πρός (acc.).
    Making common cause with your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion, 577).
    Her cause is in the hands of her parents and friends: V. τῇ δʼ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα (Eur., And. 676).
    If the cause of the Medes should prevail: P. εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε (Thuc. 3, 62).
    Ruin one's cause: P. ἀπολλύναι τὰ πράγματα (Thuc. 8, 75).
    ——————
    v. trans.
    Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).
    Produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν (Plat.), ποιεῖν, V. φυτεύειν, τεύχειν, P. ἀπεργάζεσθαι; see also Contrive.
    Cause to do a thing: P. and V. ποιεῖν (acc. and infin.).
    Cause a thing to be done: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως τι γενήσεται.
    Start, set in motion: P. and V. κινεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cause

  • 15 School

    subs.
    P. διδασκαλεῖον, τό.
    Go to school, v.:Ar. and P. φοιτᾶν, εἰς διδασκάλου φοιτᾶν.
    Where did you go to school as a boy? Ar. παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου; (Eg. 1235).
    Attend school with another, v.:Ar. and P. συμφοιτᾶν.
    Slave who took boys to school: P. and V. παιδαγωγός, ὁ.
    Wrestling-school: P. and V. παλαίστρα, ἡ.
    School of philosophers, etc., the school of Protagoras: P. οἱ ἀμφὶ Πρωταγόραν (Plat.).
    In a word I say that our city taken as a whole is the school of Greece: P. συνελὼν... λέγω τὴν... πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι (Thuc. 2, 41).
    ——————
    v. trans.
    Teach: P. and V. διδάσκειν, παιδεύειν; see Educate.
    Chasten: P. and V. νουθετεῖν, ῥυθμίζειν (Plat.), σωφρονίζειν.
    Control: P. and V. κρατεῖν (gen.).
    Check: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > School

  • 16 Set

    subs.
    Faction, clique P. and V. στσις, ἡ.
    Arrangement: P. and V. τάξις. ἡ.
    Number: P. and V. ἀριθμός, ὁ.
    Class: P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό.
    Set ( of sun): P. and V. δύσις, ἡ, δυσμαί, αἱ; see Sunset.
    Set back, failure: P. πταῖσμα, τό; see Failure.
    Set off: use adj., P. ἀντάξιος; see compensating, under compensate, v.
    ——————
    adj.
    Stationary: P. στάσιμος.
    Fixed, appointed: P. and V. προκείμενος.
    Resolute: P.. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.
    Be set on: P. and V. προθυμεῖσθαι (infin.), σπουδάζειν (infin.); see be eager, under Eager.
    Set speech: P. συνεχὴς ῥῆσις, ἡ; see also Harangue.
    On set terms: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.
    Of set purpose: see on purpose, under Purpose.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. τιθέναι, ἱστναι.
    Make to sit: P. and V. καθίζειν, V. ἵζειν, ἱδρειν, ἐξιδρειν.
    Appoint: P. and V. καθιστναι (or mid.), τάσσειν, προστάσσειν.
    Lay down (limits, etc.): P. and V. ὁρίζειν.
    Fix: P. and V. πηγνύναι.
    Set ( as a task): P. and V. προτιθέναι (τί τινι), προστιθέναι (τί τινι), προστάσσειν (τί τινι), ἐπιτάσσειν (τί τινι), ἐπιβάλλειν (τί τινι), προσβάλλειν (τί τινι).
    Set to music: P. ἐντείνειν (Plat., Prot. 326B).
    Words set to music: P. λόγος δόμενος (Plat., Rep. 398D).
    I set you in the track that is best: V. ἐς τὸ λῷστον ἐμβιβάζω σʼ ἴχνος (Eur., H.F. 856).
    Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.
    Set one's heart on: see Desire.
    To obtain that on which you have set your hearts: P. κατασχεῖν ἐφʼ ἃ ὥρμησθε (Thuc. 6, 9).
    V. intrans. Of the sun: P. and V. δύνειν, δύεσθαι (Plat., Pol. 269A), V. φθνειν.
    Becume fixed: P. and V. πήγνυσθαι.
    Set about: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐγχειρεῖν (dat.). ἐπιχειρεῖν (dat.). αἵρεσθαι (acc.), ναιρεῖσθαι (acc.); see Undertake.
    Set against, plant against: P. and V. προσβάλλειν (τί τινι).
    Match one against another: P. and V. ἀντιτάσσειν (τινά τινι, or τινα πρός τινα).
    met., make hostile: P. ἐκπολεμεῖν.
    Set one thing in the balance against another: P. ἀντιτάσσεσθαι (τί τινι, or τι πρός τι), P. and V. ἀντιτιθέναι (τί τινος).
    Set apart: P. and V. ἀπολαμβνειν (Eur., Or. 451); see set aside, separate.
    Set aside: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἀποχωρίζειν.
    Except: P. and V. ἐξαιρεῖν; see also Reject, Disregard.
    Set at defiance: see Defy.
    Set at naught: P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. παρορᾶν (acc.), ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), κηδεῖν (gen.); see Disregard.
    Set before: P. and V. προτιθέναι.
    Set on table: Ar. and P. παρατιθέναι.
    Set down: Ar. and P. καταβάλλειν.
    Set down ( to anyone's account): P. and V. ναφέρειν (τί τινι, or τι εἴς τινα); see Impute.
    Set eyes on: see Behold.
    Set foot on: P. and V. ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc., V. acc., gen. or dat.), ἐπιβαίνειν (gen.), V. ἐπεμβαίνειν (acc., gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).
    Set forth: P. and V. προτιθέναι.
    Narrate: P. and V. διέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι; see narrate; v. intrans.: see set out.
    Set in, begin, v. intrans.: P. and V. ἄρχεσθαι; see Begin.
    Set off, be equivalent to: P. ἀντάξιος εἶναι (gen.); see also Balance.
    Adorn: P. and V. κοσμεῖν; see adorn; v. intrans.: see set out.
    Set on, urge against anyone: P. and V. ἐφιέναι (τί τινι), V. ἐπισείειν (τί τινι), P. ἐπιπέμπειν (τί τινι); see also encourage, launch against.
    Put on: P. and V. ἐφιστναι.
    Set on fire: see Burn.
    Set on foot: P. and V. προτιθέναι; see Institute.
    Begin: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.
    Set on table: Ar. and P. παρατιθέναι, V. προτιθέναι (also Ar. in mid.).
    Set out, expose, put out: P. and V. προτιθέναι; v. intrans.: start: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, φορμᾶν, φορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, παίρειν, V. στέλλεσθαι, ποστέλλεσθαι; see Start.
    Set over: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    Set right: see Correct.
    Set round: P. περιιστάναι.
    Set sail: P. and V. νγεσθαι, ἐξανγεσθαι, παίρειν, P. ἐπανάγεσθαι; see under Sail.
    Set the fashion of, be the first to introduce: P. and V. ἄρχειν (gen.).
    Set to, he set the army to the work of fighting: P. καθίστη εἰς πόλεμον τὸν στρατόν (Thuc. 2, 75).
    The servants all set their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).
    Set to work: P. and V. ἔργου ἔχεσθαι (Thuc. 1, 49); see also Begin.
    Every man set to work: V. πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον (Eur., I.T. 309).
    They set to and fought: P. καταστάντες ἐμάχοντο (Thuc. 1, 49).
    Set up: P. and V. ἱστναι, νιστναι, ὀρθοῦν (rare P.): ( a trophy) P. and V. ἱστναι, νιστναι.
    (Temple, altar, etc.): P. and V. ἱδρειν (or mid.), V. καθιδρύεσθαι.
    Set up in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (τί τινι), V. ἐγκαθιδρειν (τί τινι).
    They are setting up a brazen statue to Philip: P. Φίλιππον χαλκοῦν ἵστασι (Dem. 425).
    Be set up ( of a statue): P. ἀνακεῖσθαι.
    Appoint (as a government, etc.): P. and V. καθιστναι; see Appoint.
    Set up in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (τί τινι).
    Help to set up: P. and V. συγκαθιστναι (acc.).
    Bring forward: P. and V. προτιθέναι; see Introduce.
    Set up a shout: V. κραυγὴν ἱστναι (Eur., Or. 1529), κραυγὴν τιθέναι (Eur., Or. 1510), P. κραυγῇ χρῆσθαι (Thuc. 2, 4).
    Set up as, pretend to be: Ar. and P. προσποιεῖσθαι (infin.).
    Set up in ( business): P. κατασκευάζεσθαι (with acc. of the business).
    Set upon: P. and V. προσβάλλειν (acc. and dat.); see set on.
    Attack: see Attack.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Set

  • 17 Take

    v. trans.
    P. and V. λαμβνειν, αἱρεῖν; see Catch.
    Take ( a town): P. and V. αἱρεῖν.
    Be taken: P. and V. λίσκεσθαι.
    Help in taking: P. and V. συνεξαιρεῖν (acc.).
    Easy to take, adj.: P. εὐάλωτος. P. and V. λώσιμος, λωτός.
    Take in the act: P. and V. αἱρεῖν, λαμβνειν, καταλαμβνειν (Eur., Cycl.); see Catch.
    Overtake: P. and V. καταλαμβνειν.
    Receive: P. and V. δέχεσθαι; see Receive.
    Carry: P. and V. φέρειν, κομίζειν, γειν; see Bring.
    Lead: P. and V. γειν.
    Choose: P. and V. αἱρεῖσθαι, ἐξαιρεῖν (or mid.); see Choose.
    Seize: P. and V. λαμβνειν, ἁρπάζειν, ναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. μάρπτειν, συλλαμβνειν; see Seize.
    Take as helper or ally: P. and V. προσλαμβνειν (acc.).
    Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.
    Use up: P. and V. ναλίσκειν.
    This ( cloak) has taken easily a talent's worth of wool: Ar. αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως (Vesp. 1146).
    Take the road leading to Thebes: P. τὴν εἰς Θήβας φέρουσαν ὁδὸν χωρεῖν (Thuc. 3, 24).
    Take in thought, apprehend: P. καταλαμβνειν, P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), συνιέναι (acc. or gen.); see Grasp.
    Interpret in a certain sense: P. ἐκλαμβνειν (acc.), ὑπολαμβνειν (acc.); see Construe.
    Take advantage of, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Enjoy: P. and V. πολαύειν (gen.).
    Get the advantage of: P. πλεονεκτεῖν (gen.).
    Take after, resemble: P. and V. ἐοικέναι (dat.) (rare P.), ὁμοιοῦσθαι (dat.), ἐξομοιοῦσθαι (dat.); see Resemble.
    Take arms: see take up arms.
    Take away: P. and V. φαιρεῖν (or mid.), παραιρεῖν (or mid.), ἐξαιρεῖν (or mid.), V. ἐξαφαιρεῖσθαι; see also Deprive.
    Remove: P. and V. μεθιστναι; see Remove.
    Lead away: P. and V. πγειν.
    Take away secretly: P. and V. πεκτθεσθαι; see under Remove.
    Take away besides: P. προσαφαιρεῖσθαι.
    Take care, take care of: see under Care.
    Take down, lit.: P. and V. καθαιρεῖν.
    met., humble: P. and V. καθαιρεῖν, συστέλλειν, Ar. and V. ἰσχναίνειν; see Humble.
    Reduce in bulk: P. and V. ἰσχναίνειν (Plat.).
    Take down in writing: P. and V. γρφειν, Ar. and P. συγγρφειν.
    Take effect, gain one's end: P. ἐπιτυγχάνειν.
    Be in operation: use P. ἐνεργὸς εἶναι.
    Take for, assume to be so and so: P. ὑπολαμβάνειν (acc.).
    Take from: see take away.
    Detract from: P. ἐλασσοῦν (gen.).
    Take heart: P. and V. θαρσεῖν, θρασνεσθαι, V. θαρσνειν, P. ἀναρρωσθῆναι (aor. pass. of ἀναρρωννύναι).
    Take heed: see under Heed, Care.
    Take hold of: see Seize.
    Take in, encluse: Ar. and P. περιλαμβνειν.
    Furl: Ar. συστέλλειν, V. στέλλειν, καθιέναι.
    Receive in one's house: P. and V. δέχεσθαι; see Receive.
    Cheat: see Cheat.
    Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀναιρεῖσθαι (acc.), αἴρεσθαι (acc.).
    Take in preference: V. προλαμβνειν (τι πρό τινος); see Prefer.
    Take leave of: P. and V. χαίρειν ἐᾶν (acc.), χαίρειν λέγειν (acc.); see under Leave.
    Take notice: see Notice.
    Take off, strip off: P. περιαιρεῖν.
    Take off ( clothes) from another: P. and V. ἐκδειν, Ar. and P. ποδειν.
    From oneself: P. and V. ἐκδειν.
    From oneself: P. and V. ἐκδεσθαι, Ar. and P. ποδεσθαι.
    Take off ( shoes) for another: Ar. and P. πολειν.
    For oneself: Ar. and P. πολεσθαι.
    Let one quickly take off my shoes: V. ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος (Æsch., Ag. 944).
    Imitate: P. and V. μιμεῖσθαι: see Imitate.
    Parody: Ar. and P. κωμῳδεῖν (acc.).
    Take on oneself: see Undertake, Assume.
    Are these men to take on themselves the results of your brutality and evil-doing? P. οὗτοι τὰ τῆς σῆς ἀναισθησίας καὶ πονηρίας ἔργα ἐφʼ αὑτοὺς ἀναδέξωνται; (Dem. 613).
    Take out, v. trans.: P. and V. ἐξγειν.
    Pick out: P. and V. ἐξαιρεῖν.
    Extract: P. and V. ἐξέλκειν (Plat. but rare P.).
    Take over: P. and V. παραλαμβνειν, ἐκδέχεσθαι.
    Take pains: P. and V. σπουδὴν ποιεῖσθαι, Ar. and P. μελετᾶν, V. σπουδὴν τθεσθαι.
    Take part in: see under Part.
    Take place: see under Place.
    Take root: P. ῥιζοῦσθαι (Xen.).
    Take the air, walk: Ar. and P. περιπατεῖν.
    Take the field: see under Field.
    Take time: see under Time.
    Take to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, acc. or εἰς, acc.).
    Take to flight: see under Flight.
    When the Greeks took more to the sea: P. ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον (Thuc. 3, 24).
    Take a fancy to: P. φιλοφρονεῖσθαι (acc.) (Plat.).
    Desire: P. and V. ἐπιθυμεῖν (gen.); see Desire.
    Take to heart: P. ἐνθύμιόν τι ποιεῖσθαι.
    Be vexed at: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. πικρῶς φέρειν (acc.); see be vexed, under Vex.
    Take to wife: P. λαμβάνειν (acc.); see Marry.
    Take up: P. and V. ναιρεῖσθαι, P. ἀναλαμβάνειν.
    Lift: P. and V. αἴρειν; see Lift.
    Resume: P. ἀναλαμβάνειν, ἐπαναλαμβάνειν.
    Succeed to: P. διαδέχεσθαι (acc.).
    Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (or dat.), ἅπτεσθαι (gen.), αἴρεσθαι (acc.), ναιρεῖσθαι (acc.).
    Practise: P. and V. ἀσκεῖν, ἐπιτηδεύειν: see Practise.
    Use up: P. and V. ναλίσκειν.
    Nor should we be able to useour whole force together since the protection of the walls has taken up a considerable part of our heavy-armed troops: P. οὐδὲ συμπάσῃ τῇ στρατιᾷ δυναίμεθʼ ἂν χρήσασθαι ἀπαναλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ (Thuc. 7, 11).
    Take up arms: P. and V. πόλεμον αἴρεσθαι.
    Take up arms against: V. ὅπλα ἐπαίρεσθαι (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Take

  • 18 Taste

    v. trans.
    P. and V. γεύεσθαι (gen.), P. ἀπογεύεσθαι (gen.).
    Of things, to taste sweet: use P. and V. ἡδέως ἔχειν.
    met., have a taste of, experience: P. and V. γεύεσθαι (gen.).
    To have had a taste of: P. and V. γεγεῦσθαι (gen.), πεπειρᾶσθαι (gen.) (perf. infin. mid. of πειρᾶν) (Eur., frag.), P. διαπεπειρᾶσθαι (gen.) (perf. infin. mid. of διαπειρᾶν).
    ——————
    subs.
    P. γεῦσις, ἡ ( Aristotle).
    Tongue: P. and V. γλῶσσα, ἡ (Plat., Theaet. 159D).
    The sense of taste: P. ἡ διὰ τῆς γλώσσης δύναμις (Plat., Theaet. 185C).
    That which is tasted: Ar. and V. γεῦμα, τό (Eur., Cycl.).
    Give taste of: P. and V. γεύειν (τινά τινος).
    To one's taste: use P. and V. κατὰ γνώμην, Ar. and P. κατὰ νοῦν.
    Elegance: P. and V. χρις, ἡ.
    Culture: P. τὸ φιλόκαλον.
    Have a taste for: P. εὐφυὴς εἶναι (εἰς, acc. or πρός, acc.).
    In good taste, adj.: Ar. and P. ἐμμελής.
    In bad taste: P. and V. πλημμελής.
    Lacking in taste: P. ἀπειρόκαλος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Taste

См. также в других словарях:

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»