Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τινὶ+κακῷ

  • 1 Involve

    v. trans.
    Envelop: P. and V. περιβάλλειν.
    Implicate: P. συγκαταπιμπλάναι; see Implicate.
    Involve in ruin: P. συμφορᾷ περιβάλλειν.
    Persuasive enough to involve them oven yet in some mischief: V. πιθανὸς ἔτʼ αὐτοὺς περιβαλεῖν κακῷ τινί (Eur., Or. 906).
    Wherefore he involved all in one ruin: V. τοιγὰρ συνῆψε πάντας ἐς μιὰν βλάβην (Eur., Bacch. 1304).
    You, unhappy city, are involved in their ruin: V. σύ τʼ ὦ τάλαινα συγκατασκάπτει πόλις (Eur., Phoen. 884).
    Involve the city in disgrace: P. αἰσχύνην τῇ πόλει περιάπτειν (Plat., Apol. 35A).
    Entangle: P. and V. ἐμπλέκειν.
    Complicate: P. and V. ποικίλλειν.
    Comprise: P. and V. ἔχειν.
    Involve disgrace: P. and V. αἰσχύνην φέρειν.
    Mentioning all the advantages that are involved in the repulse of an enemy: P. λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστι (Thuc. 2, 43).
    Involved in, implicated in (guilt, etc.): P. and V. μεταίτιος (Plat.) (gen.), συναίτιος (gen.), κοινωνός (gen.), μέτοχος (gen.).
    Be involved in, have happen to one: P. and V. συνεῖναι (dat.), συνέχεσθαι (dat.), ἐμπλέκεσθαι (ἐν, dat.), P. συνίστασθαι (dat.), προσέχεσθαι (dat.). V. προσζεύγνυσθαι (dat.), συζεύγνυσθαι (dat.), ἐνζεύγνυσθαι (dat.), ἐγκεῖσθαι (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Involve

См. также в других словарях:

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»