Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τινί+τι+ἀντί+τινος

  • 1 Exchange

    v. trans.
    P. and V. ἀλλάσσειν (or mid.), μεταλλάσσειν, ἀνταλλάσσειν (or mid.), μείβειν (or mid.) (Plat. but rare P.), διαλλάσσειν, P. διαμείβειν (or. mid.).
    Take in exchange: P. and V. μεταλαμβνειν (Eur., Bacch. 302).
    Put in exchange: V. ἀντιτιθέναι.
    Exchange one thing for another: P. and V. ἀλλάσσειν (or mid.) (τί τινος or ἀντί τινος), ἀνταλλάσσειν (or mid.) (τί τινος or ἀντί τινος), διαλλάσσειν (P. τι ἀντί τινος, V. τί τινι).
    I will exchange my white dress for black: V. πέπλων δε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι (Eur., Hel. 1088).
    Exchange your tears for her wedding strains: V. δάκρυα δʼ ἀνταλλάσσετε τοῖς τῆσδε μέλεσι... γαμηλίοις (Eur., Tro. 351).
    ——————
    subs.
    P. ἀλλαγή, ἡ, μεταλλαγή, ἡ, V. διαλλαγή. ἡ, P. and V. μοιβή, ἡ (Plat.).
    A taking in exchange: P. ἀντίληψις, ἡ.
    Something taken in exchange: V. ἀντάλλαγμα, τό.
    Numbers are but a poor exchange for a true friend: V. ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου (Eur., Or. 1156).
    They were liberated by an exchange of prisoners: P. ἀνὴρ ἀντʼ ἀνδρὸς ἐλύθησαν (Thuc. 2, 103).
    Exchange of properly: P. ἀντίδοσις, ἡ
    ( There had been included in the bill) what the rate of exchange was: P. (ἐγέγραπτο) ὁπόσου ἡ καταλλαγὴ ἦν τῷ ἀργυρίῳ (Dem. 1216).
    In exchange for, prep.: P. and V. ἀντ (gen.).
    In exchange ( in compounds): P. and V. ἀντί; e.g., give in exchange: V. and V. ἀντιδιδόναι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exchange

См. также в других словарях:

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»