-
1 Shake
v. trans.Affect, overcome: P. and V. νικᾶν, P. κατακλᾶν.The trident that shakes the earth: V. γῆς τινάκτειρα τρίαινα, ἡ.Shake down: P. κατασείειν.Shake in front of one: P. and V. προσείειν.Shake out: Ar. ἐκσείειν (in pass.).V. intrans. P. and V. σείεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shake
См. также в других словарях:
τινάκτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που κινεί ή κουνά κάτι με μεγάλη δύναμη, που τό σείει, τό τραντάζει («γῆς τινάκτειραν... τρίαιναν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τειρα (πρβλ. ἁρπάκ τειρα)] … Dictionary of Greek
τινάκτειραν — τινάκτειρα shaker fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάκτρια — ἡ, Μ 1. τινάκτειρα* 2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῑ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τρια (πρβλ. διώκ τρια)] … Dictionary of Greek