Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τινάκτειρα

  • 1 Shake

    v. trans.
    P. and V. σείειν,Ar. and V. τινάσσειν, V. διατινάσσειν, P. διασείειν.
    Brandish: P. and V. σείειν, νασείειν, Ar. and V. πάλλειν, κραδαίνειν, τινάσσειν, V. νατινάσσειν.
    Shake one's, head: Ar. and P. νανεύειν.
    Affect, overcome: P. and V. νικᾶν, P. κατακλᾶν.
    Shake a person's resolution: use Ar. and P. ποτρέπειν τινά; see Dissuade.
    Upset: P. and V. νατρέπειν; see Upset.
    The trident that shakes the earth: V. γῆς τινάκτειρα τρίαινα, ἡ.
    Shake down: P. κατασείειν.
    Shake in front of one: P. and V. προσείειν.
    Shake off: lit., Ar. and P. ποσείεσθαι (Xen.), V. ποτινάσσειν; see Throw.
    met., Ar. and P. ποσείεσθαι (Plat., Gorg. 484A), P. and V. ποβάλλειν, ἐκβάλλειν.
    Shake out: Ar. ἐκσείειν (in pass.).
    V. intrans. P. and V. σείεσθαι.
    Tremble: P. and V. τρέμειν, φρίσσειν; see Quake.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shake

См. также в других словарях:

  • τινάκτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που κινεί ή κουνά κάτι με μεγάλη δύναμη, που τό σείει, τό τραντάζει («γῆς τινάκτειραν... τρίαιναν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τειρα (πρβλ. ἁρπάκ τειρα)] …   Dictionary of Greek

  • τινάκτειραν — τινάκτειρα shaker fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινάκτρια — ἡ, Μ 1. τινάκτειρα* 2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῑ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τρια (πρβλ. διώκ τρια)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»