Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τιμωρίας

  • 1 карательный

    επ.
    καταδιωκτικός, της τιμωρίας, τιμωρός•

    -ые органы καταδιωκτικά όργανα•

    -ые меры μέτρα τιμωρίας•

    карательный отряд καταδιωκτικό απόσπασμα•

    -ая экспедиция εκκαθαριστική επιχείρηση.

    Большой русско-греческий словарь > карательный

  • 2 ружьё

    -я, πλθ. ружья, -жей, -жьям
    ουδ. όπλο, τουφέκι•

    охотничье ружьё κυνηγετικό όπλο•

    двухствольное ружьё δίκανο (όπλο)•

    стрелять из ружья πυροβολώ, τουφεκίζω•

    зарядить ружьё οπλίζω το όπλο,

    εκφρ.
    в -! – στα όπλα! (παράγγελμα)•
    в ружьё стать – συντάσσομαι με το όπλο (ένοπλος)•
    быть (находить(ся) под -ьём – α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό•
    поставить под ружьёπαλ. είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση•
    призвать под ружьё – καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)•
    стоять под ружьё – στέκομαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση (είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό).

    Большой русско-греческий словарь > ружьё

  • 3 мера

    мер||а
    ж
    1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:
    \мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·
    2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:
    чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·
    3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:
    решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον.

    Русско-новогреческий словарь > мера

  • 4 расплата

    расплат||а
    ж
    1. (платеж) ἡ πληρωμή· 2, пере ἡ. ἡ τιμωρία, ἡ πληρωμή:
    час \расплатаы ἡ ὠρα τής τιμωρίας, ἡ ῶρα τής πληρωμής.

    Русско-новогреческий словарь > расплата

  • 5 батог

    α.
    παλ. ραβδί, ράβδος, βακτηρία, μπαστούνι. || (μέσο τιμωρίας) αγία ράβδος, νάρθηκας.

    Большой русско-греческий словарь > батог

  • 6 геенна

    θ. (εκκλσ.) γέεννα, τόπος κόλασης και τιμωρίας.•

    Большой русско-греческий словарь > геенна

  • 7 достойный

    επ., βρ: -бин, -бина, -бино.
    1. άξιος (καλού ή κακού)•

    достойный похвалы αξιέπαινος, επαινέσιμος•

    достойный наказания άξιος τιμωρίας•

    уважения αξιοσέβαστος•

    достойный осуждения αξιοκατάκριτος.

    2. δίκαιος, πρέπων, αρμόζων•

    -ая кара δίκαια τιμωρία.

    3. ταιριασμένος, ταιριαστός, ευάρμοστος, προσήκων, αρμόζων.
    4. παλ. αξιοπρεπής, έντιμος, σεβαστός.

    Большой русско-греческий словарь > достойный

  • 8 замечание

    ουδ.
    1. παρατήρηση• επιτήρηση• διερεύνηση. || πλθ. σχόλιο, κριτικές παρατηρήσεις•

    -я рецензентов παρατηρήσεις των κριτικών.

    || κατάκριση•

    я вам сделаю одно θα σας κάνω μια παρατήρηση.

    2. είδος τιμωρίας•

    он получил строгое замечание αυτός τιμωρήθηκε,με αυστηρή παρατήρηση.

    3. εποπτεία• παρακολούθηση.
    εκφρ.
    брать (взять) на замечание – παίρνω υπο την επίβλεψη•
    быть на -ии – είμαι υπο παρακολούθηση•
    попасть на замечание – μπαίνω υπο παρακολούθηση•
    быть на хорошем или дурном -ии у кого – χαίρω ή δεν χαίρω καλής ή κακής εκτίμησης από κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > замечание

  • 9 заслужить

    -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αξίζω, είμαι άξιος, μου αξίζει, μου πρέπει•

    заслужить награду αξίζω αμοιβής•

    заслужить наказание αξίζω τιμωρίας.

    2. αξίζω προσφέροντας υπηρεσία,εκδούλευση.
    3. ανταποδίδω (εξυπηρέτηση, εκδούλευση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > заслужить

  • 10 зелёный

    επ., βρ: зелен, -а, -о.
    1. πράσινος•

    зелёный цвет πράσινο χρώμα•

    -ая ткань πράσινο ύφασμα.

    2. χλωρός•

    зелёный корм χλωρή τροφή ζώων, χλωρό χορτάρι•

    -ые фасоли χλωρά φασόλια•

    -ые щи λαχανόσουπα από σπανάκια, ξυνήθρες ή τσουκνίδες•

    зелёный борщ λαχανόσουπα με φρέσκο κραμβολάχανο.

    3. άγουρος, άωρος, ανωρίμαστός, αγίνωτος, αγούρμαοτος.
    4. μτφ. νέος, άπειρος•

    зелёный юнец άπειρο παλικάρι,

    εκφρ.
    - ые насаждения – δεντροφυτείες•
    -ая тоска (ή скука) – πίκρα, θλίψη, οδύνη, φαρμάκι•
    зелёный стол – πράσινο τραπέζι (με πράσινη τσόχα για παιγνίδι)•
    - ая улица – α) ανοιχτός (ελεύθερος) δρόμος για μεταφορικά μέσα. β) μτφ. ανοιχτός δρόμος (χωρίς εμπόδια), γ) (προεπανσ.) είδος τιμωρίας (ο τιμωρούμενος περνούσε ανάμεσα από δυο σεψές στρατιωτών, που κρατούσαν χλωρές βέργες και χτυπούσαν τον τιμωρούμενο)•
    зелёный чай – πράσινο τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > зелёный

  • 11 каша

    θ.
    1. χυλός, ηουρκούτι, κάσια•

    молочная каша κουρκουτόγαλα•

    манная каша χυλός με σιμιγδάλι•

    гречневая каша πληγούρι από μαυρο-σίταρο•

    рисовая каша χυλός από ρύζι.

    2. πολτός, μάζα•

    после дождя дорога превратилась в какую-то грязную -у μετά τις βροχές οι λάσπες στο δρόμο έγιναν σαν κουρκούτι.

    3. μτφ. ανακατωσούρα, σύγχυση, κυκεώνας•

    у него каша в голове το μυαλό του κουρκούτιασε.

    εκφρ.
    каша во рту у кого – κουρκούτι έχει στο στόμα, είναι ακατάληπτος•
    заварить -у – εξυφαίνω, μαγειρεύω•
    каша во рту – δυσκατάληπτη προφορά•
    расхлёбывать -у – τα ξεμπερδεύω•
    берзовая каша – βέργα, βίτσα, αγία ράβδος (ως μέσο τιμωρίας)•
    накормить берзовой -ей – βιτσίζω, πέφτει η αγία ράβδος•
    мало -и ел – είναι άπειρος ακόμα, πρέπει να φάει πολλά καρβέλια ακόμα•
    просят -и – (για υποδήματα κ.τ.τ.) είναι τρύπια (παρομοίωση των οπών με ανοιχτά στόματα)•
    - и маслом не испортишь – η αφθονία αγαθών δε ζημιώνει•
    с -ей съем – (απειλή) θα τον φάω (θα τον σκοτώσω).

    Большой русско-греческий словарь > каша

  • 12 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 13 наказание

    ουδ.
    τιμωρία, ποινή, κολασμός•

    телсное наказание σωματική τιμωρία•

    высшая мера -я η εσχάτη των ποινών•

    подвергнуть -го υποβάλλω σε τιμωρία•

    в наказание για τιμωρία•

    исправительное наказание επανορθωτική ποινή•

    увеличение -я επαύξηση της ποινής•

    смягчение -я μετρίαση της ποινής•

    налагать наказание επιβάλλω ποινή•

    уложение о -ях ποινικός κώδικας•

    страх -я ο φόβος της τιμωρίας•

    что за -! τι τιμωρία! τι καταδίκη!

    Большой русско-греческий словарь > наказание

  • 14 наказуемость

    θ.
    τιμωρία• εφαρμογή-τιμωρίας•

    наказуемость деяния η τιμωρία της πράξης.

    Большой русско-греческий словарь > наказуемость

  • 15 санкция

    θ.
    1. (νομ.)
    επικύρωση.
    2. κύρωση, μέτρα τιμωρίας.
    3. έγκριση• αποδοχή.

    Большой русско-греческий словарь > санкция

  • 16 страх

    -а (-у) α.
    ο φόβος, το δέος•

    наказания ο φόβος της τιμωρίας•

    страх смерти ο φόβος του θανάτου•

    дрожить от -а τρέμω από φόβο•

    наводить страх εμβάλλω φόβο, εμφοβώ•

    вне-залный страх ξαφνικός φόβος.

    || ως κατηγ. είναι φοβερό. || ως επίρ. σφόδρα, πάρα πολύ• δυνατά.
    εκφρ.
    в -е держать – κρατώ με το φόβο•
    в -е воспитать – διαπαιδαγωγώ με το φόβο•
    на свой страх (и риск); за свой страх (и риск) – υπ ευθύνη μου•
    под -ом – κάτω από το φόβο.

    Большой русско-греческий словарь > страх

  • 17 Caprice

    subs.
    Impulse: P. and V. ὁρμή, ἡ.
    Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.
    Desire: P. and V. ἐπιθυμία, ἡ.
    Mood: P. and V. ὀργή, ἡ, ἦθος, τό.
    Fixing the limit ( of punishment) at the passing caprice of either side: P. εἰς τὸ ἑκατέροις που ἀεὶ ἡδονὴν ἔχον ὁρίζοντες (τὰς τιμωρίας) (Thuc. 3, 82).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Caprice

См. также в других словарях:

  • τιμωρίας — τῑμωρίᾱς , τιμωρία retribution fem acc pl τῑμωρίᾱς , τιμωρία retribution fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ …   Deutsch Wikipedia

  • Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… …   Dictionary of Greek

  • SURRECTUS — apud Vopisc. in Aureliano, c. 37. Mnestheus postea surrectus ad stipitem bestiis obiectus est: aliis surreptus est, uti etiam Palatinum codicem habere, notat Salmas. et ad bestias surripi, legitur in vetere Martyrologio. Idem tamen corum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… …   Dictionary of Greek

  • νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Dionysius the Renegade — This article is about Dionysius the Stoic philosopher from Heraclea. For Dionysius the Tyrant of Heraclea, see Dionysius of Heraclea. Dionysius the Renegade (Greek: Διονύσιος ὁ Μεταθέμενος; c. 330 c. 250[1]), also known as Dionysius of Heraclea,… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»