Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τηλωπός

  • 1 Distant

    adj.
    Long: P. and V. μακρός.
    Far off: V. ἔκτοπος, ποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Far.
    Most distant: P. and V. ἔσχατος.
    Take part in distant expeditions: P. ἐκδήμους στρατείας ἐξίεναι (ἔξειμι) (Thuc. 1, 15).
    Be distant, v.: P. and V. πεῖναι, πέχειν, φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.), P. διέχειν.
    Be distant from: P. and V. πέχειν (gen.), P. διέχειν (gen.). met.
    haughty, adj.: P. and V. σεμνός, P. ὑπερήφανος. V. πέρφρων; see Haughty.
    Slight: P. and V. ὀλγος, βραχύς, μικρός, σμικρός.
    At no distant date: P. οὐκ εἰς μακράν, V. οὐ μάλʼ εἰς μακράν (Æsch., Supp. 925).
    On behalf of no distant friends, but for myself: V. ὑπὲρ... οὐχὶ τῶν ἀπωτέρω φίλων ἀλλʼ αὐτὸς αὑτοῦ (Soph., O.R. 137).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distant

  • 2 Far

    adj.
    Long: P. and V. μακρός.
    Distant: V. ἔκτοπος, ἄποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Distant.
    On the far side of: P. and V. τἀπέκεινα (gen.), V. τοὐκεῖθεν (gen.).
    ——————
    adv.
    P. and V. μακρν, Ar. and P. πόρρω, P. ἄποθεν, Ar. and V. πωθεν, V. πρόσω, πόρσω, ἑκς (Thuc. also but rare P.), Ar. τηλοῦ.
    With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ, μακρῷ.
    So far, at so great a distance: P. διὰ τοσούτου.
    Be far, be distant, v.; P. and V. πεῖναι, πέχειν, φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.), P. διέχειν.
    About how far off is the Argive host: V. πόσον τι δʼ ἐστʼ ἄπωθεν Ἀργεῖον δόρυ (Eur., Heracl. 674).
    From far: P. πόρρωθεν, ἄποθεν, V. πρόσωθεν, τηλόθεν, Ar. and V. πωθεν.
    Sent from far, adj.: V. τηλέπομπος.
    Far from: Ar. and V. πωθεν (gen.), Ar. and P. πόρρω (gen.). P. ἄποθεν (gen.), V. πρόσω (gen.), πόρσω (gen.), μακρν (gen.), τηλοῦ (gen.) (Eur., Cycl. 689; also Ar. absol.), τηλόθεν (gen.), ἑκς (gen.).
    Be far from, distant from, v.: P. and V. πέχειν (gen.), P. διέχειν (gen.); met., be so far from... that...: P. τοσοῦτον ἀπέχειν τοῦ (infin.)... ὥστε (infin.), or τοσούτου δεῖν (infin.)... ὥστε (infin.).
    I am far from doing so: P. πολλοῦ γε καὶ δέω.
    Far from it: Ar. and P. πολλοῦ δεῖ (cf. Ar., Ach. 543).
    Too far: P. μακροτέραν, P. and V. περαιτέρω; met., go too far, go to extremes, v.: P. and V. περβάλλειν, V. ἐκτρέχειν.
    As far as, prep.: P. μέχρι (gen.), ἄχρι (gen.) (rare).
    As far as possible ( of place). — Send me as far away as possible from this land: V. πέμψον με χώρας τῆσδʼ ὅποι προσωτάτω (Eur., And. 922).
    As far as possible from Greece: V. ὡς προσωταθʼ Ελλάδος (Eur., I.T. 712).
    As far as, adv.: P. and V. ὅσον, ὅσονπερ.
    As far as possible: P. ὅσον δυνατόν, εἰς τὸ δυνατόν, V. ὅσον μλιστα.
    As far as... is concerned: P. and V. ἕνεκα (gen.) (Dem. 32; Eur., Hel. 1254), V. οὕνεκα (gen.) (Eur., And. 759, Phoen. 865), ἕκατι (gen.) (Eur., Cycl. 655).
    As far as you are concerned: P. and V. τὸ σὸν μέρος (Plat., Crito, 50B).
    As far as he was concerned: V. τοὐκείνου... μέρος (Eur., Hec. 989).
    As far as he was concerned you were saved: P. τό γε ἐπʼ ἐκεῖνον εἶναι ἐσώθης (Lys. 135). cf. τοὐπὶ σέ (Eur.. Rhes. 397).
    As far as I know: Ar. ὅσον γʼ ἔμʼ εἰδέναι (Nub. 1252).
    In so far as: P. καθʼ ὅσον.
    So far, to such an extent: P. and V. εἰς τοσοῦτο, εἰς τοσοῦτον.
    So far so good: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.
    Far advanced in years: P. πόρρω τῆς ἡλικίας, προβεβλήκως τῇ ἡλικίᾳ.
    His life is already far advanced: V. πρόσω μὲν ἤδη βίοτος (Eur., Hipp. 795).
    Far and wide: see under Wide.
    Far into the night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Far

  • 3 Remote

    adj.
    Long: P. and V. μακρός.
    Far off: V. ἔκτοπος, ποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Distant.
    Most remote: P. and V. ἔσχατος.
    Remote from: see far from.
    From the remote past: P. ἐκ παλαιτάτου (Thuc. 1, 18), πόρρωθεν.
    met., slight: P. and V. ὀλγος, βραχύς, μικρός, σμικρός.
    Not clear: P. and V. φανής.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Remote

См. также в других словарях:

  • τηλωπός — seen from afar masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλωπός — ή, όν, θηλ. και τηλῶπις, Α 1. ο ορατός από πολύ μακριά 2. μτφ. αυτός που γίνεται αισθητός από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. πολυ ωπός] …   Dictionary of Greek

  • τηλωπόν — τηλωπός seen from afar masc/fem acc sg τηλωπός seen from afar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • τελοπέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πρωτεΐδες τής τάξης πρωτεώδη και περιλαμβάνει 3 4 είδη αείφυλλων δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Αυστραλίας και τής Τασμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • τηλώπις — ώπιδος, ἡ, Α βλ. τηλωπός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»