-
1 сахар
сахарм ἡ ζάχαρη [-ις], τό σάκχαρο[ν], ἡ σάκχαρις:тростниковый \сахар τό καλα-μοσάκχαρο[ν]· свекловичный \сахар τό τευ-τλοσάκχαρο[ν], ἡ ζάχαρη ἀπό τεῦτλα· кусковой \сахар ἡ ζάχαρη σέ κομμάτια· \сахаррафинад ἡ ραφινάδα· голова \сахара ἕνα κεφάλι ζάχαρη· молочный \сахар хим. τό γάλακτοσάκχαρο[ν]. -
2 свекловодческий
επ.τευτλοπαραγωγικός, τευ-Γλοκαλλιεργητικός. -
3 свеклосеющий
επ.τευτλοπαραγωγικός, τευ-τλοκαλλιεργητικός•свеклосеющий район τευτλοπαραγωγι-κή περιοχή.
-
4 свеклосеяние
-я ουδ.τευτλοσπορά• τευ-τλοκαλλιέργεια•районы -я περιοχές τευτλο-καλλιεργητικές.
-
5 свекольный
επ.του τεύτλου•свекольный лист τευ-τλόφυλλο.
|| από τεύτλα•свекольный суп τευτλοφυλλό-σουπα.
|| τευτλόχρωμος.
См. также в других словарях:
τεύ — τευ , σύ thou gen 2nd sg (doric) τευ , τις any one gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύ — Α 1. (δωρ. τ. γεν. τής προσ. αντων. β προσ.) βλ. εσύ 2. (ιων., επικ. και δωρ. τ. γεν. τής ερωτ. αντων.) βλ. τίς … Dictionary of Greek
τευ — σύ thou gen 2nd sg (doric) τις any one gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεῦ — σύ thou gen 2nd sg (doric) τίς gen sg (ionic) τις any one gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τεύτας — Τεύ̱τᾱς , Τεῦτα fem acc pl Τεύ̱τᾱς , Τεῦτα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύχη — τεύ̱χη , τεῦχος tool neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τεύ̱χη , τεῦχος tool neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχέων — τεῡχέων , τεῦχος tool neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχῶν — τεῡχῶν , τεῦχος tool neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τεύκροιο — Τεύ̱κροιο , Τεῦκρος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τεύκροις — Τεύ̱κροις , Τεῦκρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τεύκρου — Τεύ̱κρου , Τεῦκρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)