-
1 квартет
муз. η τετραφωνία, η τετρα-ωδία, разг. το κουαρτέτοструнный - των εγχόρδων οργάνων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квартет
-
2 мачта
ο ιστ/ός, το κατάρτιкрепить - у растяжками στηρίζω τον - ό με σύρμα-τα/αντηρίδεςбизань - του επιδρομίσκου, η μετζάναзаваливающаяся мор. - σπαστός -запасная - αμοιβός -, το άλμπουρο του ρεσπέτουкороткая (однодеревка) - κοντός -, βραχύς -радиолокационная - του ραντάρ/ραδιοεντοπιστήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта
-
3 четвероногий
четвероногийприл τετράποδος, τετρά· πους. -
4 four-
(having four (of something): a four-man team.) τετρα-
См. также в других словарях:
τετρα- — α συνθετικό λέξεων που δίνει στο δεύτερο την έννοια του τετραπλού ή αυτού που γίνεται τέσσερις φορές (τετραώροφος, τετράμετρος) ή την έννοια της υπερβολής (τετράπαχος, τετράξανθος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετρανωμένα — τετρᾱνωμένα , τρανόω make clear perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρᾱνωμένᾱ , τρανόω make clear perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρᾱνωμένᾱ , τρανόω make clear perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχυμμένα — τετρᾱχυμμένα , τραχύνω make rough perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρᾱχυμμένᾱ , τραχύνω make rough perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρᾱχυμμένᾱ , τραχύνω make rough perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχυσμένα — τετρᾱχυσμένα , τραχύνω make rough perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρᾱχυσμένᾱ , τραχύνω make rough perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρᾱχυσμένᾱ , τραχύνω make rough perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράχυνται — τετρά̱χυνται , τραχύνω make rough perf ind mp 3rd sg τετρά̱χυνται , τραχύνω make rough perf ind mp 3rd pl (epic ionic) τετρά̱χυνται , τραχύνω make rough perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράχυντο — τετρά̱χυντο , τραχύνω make rough plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) τετρά̱χυντο , τραχύνω make rough plup ind mp 3rd pl (epic ionic) τετρά̱χυντο , τραχύνω make rough plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμένα — τετρᾱμένᾱ , τετράζω cackle like the fut part mid fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) τετρᾱμένᾱ , τετράζω cackle like the fut part mid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρανωκότα — τετρᾱνωκότα , τρανόω make clear perf part act neut nom/voc/acc pl τετρᾱνωκότα , τρανόω make clear perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρανωμέναι — τετρᾱνωμέναι , τρανόω make clear perf part mp fem nom/voc pl τετρᾱνωμένᾱͅ , τρανόω make clear perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρανωμένον — τετρᾱνωμένον , τρανόω make clear perf part mp masc acc sg τετρᾱνωμένον , τρανόω make clear perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρανωμένων — τετρᾱνωμένων , τρανόω make clear perf part mp fem gen pl τετρᾱνωμένων , τρανόω make clear perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)