Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τερασκόπος

  • 1 Diviner

    subs.
    P. and V. μάντις, ὁ, προφήτης, ὁ, Ar. and V. θυηπόλος, ὁ, Ar. and P. χρησμολόγος, ὁ, P. χρησμῳδός, ὁ; see Prophet.
    Augur: V. τερασκόπος, ὁ, οἰωνόμαντις, ὁ, οἰωνοσκόπος, ὁ, P. τερατοσκόπος, ὁ.
    One who guesses: P. εἰκαστής, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Diviner

  • 2 Prophet

    subs.
    P. and V. μάντις, ὁ, προφήτης, ὁ.
    One who speaks by oracles: Ar. and P. χρησμολόγος, ὁ, P. χρησμῳδός, ὁ.
    Soothsayer: P. τερατοσκόπος, ὁ, V. τερασκόπος, ὁ, Ar. and V. θυηπόλος, ὁ.
    Augur: V. οἰωνόμαντις, ὁ, οἰωνοσκόπος, ὁ.
    Sure prophet: use adj. V. ριστόμαντις.
    Any one who predicts the future: P. and V. μάντις, ὁ (Dem. 252).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prophet

См. также в других словарях:

  • τερασκόπος — prophetic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόπος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) βλ. τερατοσκόπος …   Dictionary of Greek

  • τερασκόπον — τερασκόπος prophetic masc/fem acc sg τερασκόπος prophetic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόποι — τερασκόπος prophetic masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόπου — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόπων — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόπῳ — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • τερατοσκόπος — ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α (στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»