Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ταῦτα

  • 1 Much

    adj.
    P. and V. πολύς, Ar. and P. συχνός.
    Abundant: P. and V. ἄφθονος; see Abundant.
    Frequent: P. and V. πυκνός.
    Countless: V. μυρίος (also Plat. but rare P.).
    So much: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, V. τόσος (rare P.).
    How much, interrog.: P. and V. πόσος; indirect; P. and V. ὅσος, ὅποσος.
    Too much: P. and V. περισσός; see Excessive.
    Twice as much: V. δὶς τόσος; see Twice.
    Four times as much: P. τετράκις τοσοῦτος (Plat., Meno. 83B).
    ——————
    adv.
    P. and V. πολύ, Ar. and V. πολλά.
    Exceedingly: P. and V. σφόδρα, Ar. and V. κάρτα (rare P.).
    With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ.
    Too much: see Excessively.
    Make much of, consider important, v.: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.); see Value.
    Make much of ( a person): Ar. and P. θεραπεύειν (acc.); see Flatter.
    So much: P. and V. τοσοῦτον, τοσοῦτο, τοσόνδε.
    With comparatives: P. and V. τόσῳ (rare P.), τοσούτῳ, τοσῷδε.
    So much for that: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτω, περὶ τούτων τοσαῦτα εἰρήσθω, Ar. καὶ ταῦτα δὴ ταῦτα, V. τούτων μὲν οὕτως, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Much

  • 2 несмотря

    несмотря
    предлог παρά, παρ'ὅλο πού, ἄν καί, μ'ὅλον ὅτι:
    \несмотря на это μ' ὅλα ταύτα, παρ· ὅλα ταῦτα· \несмотря на то, что παρ' ὅλο πού, καίτοι· \несмотря на дождь ἄν καί βρέχει· \несмотря ни на что παρ' ὅλα τά ἐμπόδια

    Русско-новогреческий словарь > несмотря

  • 3 Far

    adj.
    Long: P. and V. μακρός.
    Distant: V. ἔκτοπος, ἄποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Distant.
    On the far side of: P. and V. τἀπέκεινα (gen.), V. τοὐκεῖθεν (gen.).
    ——————
    adv.
    P. and V. μακρν, Ar. and P. πόρρω, P. ἄποθεν, Ar. and V. πωθεν, V. πρόσω, πόρσω, ἑκς (Thuc. also but rare P.), Ar. τηλοῦ.
    With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ, μακρῷ.
    So far, at so great a distance: P. διὰ τοσούτου.
    Be far, be distant, v.; P. and V. πεῖναι, πέχειν, φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.), P. διέχειν.
    About how far off is the Argive host: V. πόσον τι δʼ ἐστʼ ἄπωθεν Ἀργεῖον δόρυ (Eur., Heracl. 674).
    From far: P. πόρρωθεν, ἄποθεν, V. πρόσωθεν, τηλόθεν, Ar. and V. πωθεν.
    Sent from far, adj.: V. τηλέπομπος.
    Far from: Ar. and V. πωθεν (gen.), Ar. and P. πόρρω (gen.). P. ἄποθεν (gen.), V. πρόσω (gen.), πόρσω (gen.), μακρν (gen.), τηλοῦ (gen.) (Eur., Cycl. 689; also Ar. absol.), τηλόθεν (gen.), ἑκς (gen.).
    Be far from, distant from, v.: P. and V. πέχειν (gen.), P. διέχειν (gen.); met., be so far from... that...: P. τοσοῦτον ἀπέχειν τοῦ (infin.)... ὥστε (infin.), or τοσούτου δεῖν (infin.)... ὥστε (infin.).
    I am far from doing so: P. πολλοῦ γε καὶ δέω.
    Far from it: Ar. and P. πολλοῦ δεῖ (cf. Ar., Ach. 543).
    Too far: P. μακροτέραν, P. and V. περαιτέρω; met., go too far, go to extremes, v.: P. and V. περβάλλειν, V. ἐκτρέχειν.
    As far as, prep.: P. μέχρι (gen.), ἄχρι (gen.) (rare).
    As far as possible ( of place). — Send me as far away as possible from this land: V. πέμψον με χώρας τῆσδʼ ὅποι προσωτάτω (Eur., And. 922).
    As far as possible from Greece: V. ὡς προσωταθʼ Ελλάδος (Eur., I.T. 712).
    As far as, adv.: P. and V. ὅσον, ὅσονπερ.
    As far as possible: P. ὅσον δυνατόν, εἰς τὸ δυνατόν, V. ὅσον μλιστα.
    As far as... is concerned: P. and V. ἕνεκα (gen.) (Dem. 32; Eur., Hel. 1254), V. οὕνεκα (gen.) (Eur., And. 759, Phoen. 865), ἕκατι (gen.) (Eur., Cycl. 655).
    As far as you are concerned: P. and V. τὸ σὸν μέρος (Plat., Crito, 50B).
    As far as he was concerned: V. τοὐκείνου... μέρος (Eur., Hec. 989).
    As far as he was concerned you were saved: P. τό γε ἐπʼ ἐκεῖνον εἶναι ἐσώθης (Lys. 135). cf. τοὐπὶ σέ (Eur.. Rhes. 397).
    As far as I know: Ar. ὅσον γʼ ἔμʼ εἰδέναι (Nub. 1252).
    In so far as: P. καθʼ ὅσον.
    So far, to such an extent: P. and V. εἰς τοσοῦτο, εἰς τοσοῦτον.
    So far so good: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.
    Far advanced in years: P. πόρρω τῆς ἡλικίας, προβεβλήκως τῇ ἡλικίᾳ.
    His life is already far advanced: V. πρόσω μὲν ἤδη βίοτος (Eur., Hipp. 795).
    Far and wide: see under Wide.
    Far into the night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Far

  • 4 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 5 More

    adj.
    P. and V. πλείων.
    More or less: P, ἢ πλείων ἢ ἐλάσσων (Dem. 330).
    ——————
    adv.
    P. and V. πλεῖον, πλέον.
    To form comparatives: P. and V. μᾶλλον.
    With numerals: Ar. and P. πλεῖν.
    More that half were found to be Carians: P. ὑπὲρ ἥμισυ Κᾶρες ἐφάνησαν (Thuc. 1, 8).
    More zealous than wise: V. πρόθυμος μᾶλλον ἢ σοφωτέρα (Eur., Med. 485).
    With more zeal than love: V. προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως (Æsch., Ag. 1591).
    More worthy that rich: P. βελτίων ἢ πλουσιώτερος (Lys. 153).
    All the more: P. and V. τοσούτῳ μᾶλλον, τοσῷδε μᾶλλον.
    The more I believe, the more I am at a loss what to do: P. ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ ὅτι χρήσωμαι (Plat., Rep. 368B).
    Doing things that it is a great disgrace even to speak of, much more for respectable people to perpetrate: P. τοιαῦτα ποιοῦντες ἃ πολλὴν αἰσχνην ἔχει καὶ λέγειν μὴ ὅτι γε δὴ ποιεῖν ἀνθρώπους μετρίους (Dem. 1262).
    Many times more, adj.: P. πολλαπλάσιος.
    More and more: P. ἐπὶ πλέον, V. μᾶλλον μᾶλλον (Eur., I.T. 1406).
    Further: P. and V. ἔτι, πέρα, περαιτέρω.
    Longer: P. and V. ἔτι.
    No more, no longer: P. and V. οὐκέτι, μηκέτι.
    No more of this: P. οὕτω περὶ τούτων, ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί; see so much for that under much.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > More

  • 6 Opinion

    subs.
    P. and V. γνώμη, ἡ. δόξα, ἡ, δόξασμα, τό. V. γνῶμα, τό.
    Mere opinion, fancy: P. and V. δόκησις, ἡ, V. δόκημα, τό.
    Be a matter of opinion, be disputed, v.: P. ἀμφισβητεῖσθαι.
    In my opinion: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    Form an opinion: see Judge.
    I formed the same opinion: P. καί μοι ταὐτὰ ταῦτα ἔδοξε (Plat., Ap. 21D).
    Do not form an opinion: V. μὴ πέραινε τὴν δόκησιν (Eur., Or. 636).
    All who were of the same opinion: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1. 113).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Opinion

  • 7 весь

    весь
    (вся, все, все) мест.
    1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):
    \весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·
    2. все ὅλα, τό πᾶν:
    он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·
    3. все мн. ὅλοι:
    все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·
    4. (целиком, полностью) ὅλος:
    он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή!

    Русско-новогреческий словарь > весь

  • 8 всё

    все I
    ср. от весь.
    все II
    нареч I. (всегда, все время) πάντοτε, πάντα, ὅλη τήν ὠρα, ὅλο[ν] τόν καιρό[ν]:
    он \всё в разъездах ὅλο τόν καιρό ταξιδεύει·
    2. (до сих пор) ἀκόμα, ἔτι, ὡς τώρα, ἐως τώρα:
    \всё еще ἀκόμα·
    3. (при сравнит, ст.)· ὅλο καί περισσότερο[ν], ὅλο καί πιό πολύ:
    \всё дальше ὅλο καί πιό μακρυά· \всё лучше ὅλο καί καλλίτερα· ◊ (а) все, все же μ' ὅλα ταῦτα, παρ' ὅλα αὐτά.

    Русско-новогреческий словарь > всё

  • 9 все-таки

    все-таки
    союз μ'ὅλα ταῦτα, ὡς τόσο, κἰδμως, παρ' ὅλα αὐτά.

    Русско-новогреческий словарь > все-таки

  • 10 вслед

    вслед
    1. нареч κατόπιν, σέ συνέχεια, ὑστερα ἀπό, ἀκολούθως:
    бежать \вслед за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον идти \вслед за кем-л. ἀκολουθώ κάποιον смотреть \вслед παρακολουθώ μέ τό βλέμμα·
    2. предлог с дат. п. (вдогонку) πίσω ἀπό:
    крикнуть кому́-л. вслед φωνάζω κάποιον \вслед ему́ раздался хохот μόλις ἀπομακρύνθηκε ἀκούστηκαν γέλια· ◊ \вслед за этим ὕστερα ἀπ' αὐτό, σέ συνέχεια, μετά ταῦτα

    Русско-новогреческий словарь > вслед

  • 11 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 12 менее

    1. παλ. συγκρ. β. του επ. малый κ. маленький, μικρότερος• λιγότερος.
    2. συγκρ. β. του επίρ. мало μικρότερο, λιγότερο•

    нас было не менее ста человек εμείς ήμασταν όχι λιγότερο από εκατό άτομα.

    εκφρ.
    менее всего – τελείως, εντελώς (για άρνηση)•
    тем не менее – εν τούτοις, και όμως, μολαταύτα, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά•
    менее как ή менее чем – λιγότερο απο•
    менее чем неделя – λιγότερο από μια βδομάδα•
    менее чем вы – λιγότερο από σας.

    Большой русско-греческий словарь > менее

  • 13 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

  • 14 но

    но 1
    σύνδ.
    1. όμως, αλλά, μα•

    он богат, но скуп αυτός είναι πλούσιος, όμως τσιγκούνης•

    он худ но силён είναι ισχνός, όμως δυνατός.

    || εν τούτοις, παρ όλ αυτά, παρά ταύτα.
    2. ως ουσ. το όμως, το αλλά, το μα•

    тут есть одно но εδώ υπάρχει ένα „όμως(εμπόδιο).

    но 2
    επιφ. παρορμητικό• (για άλογα κλπ.)• ντε•

    но сатана ντε, διάβολε.

    || но-но (προειδοποίηση με απειλή) πως-πως, τι-τι (πρόσεχε).

    Большой русско-греческий словарь > но

  • 15 After

    prep.
    Of time, place or
    degree: P. and V. μετ (acc.).
    Of time: P. and V. ἐκ (gen.), ἐπ (dat.).
    Just after ( of time): Ar. and P. πό (acc.).
    After a time ( interval): P. and V. διὰ χρόνου.
    After dinner: Ar. πὸ δείπνου.
    Producing argument after argument: P. λόγον ἐκ λόγου λέγων (Dem.).
    One after another: V. ἄλλος διʼ ἄλλου.
    In search of: P. and V. ἐπ (acc.).
    On the day after the mysteries: P. τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μυστηρίων (Andoc. 15).
    On the day after he was offering sacrifice for victory: P. τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν (Plat., Symp. 173A).
    Shortly after this: P. μετὰ ταῦτα οὐ πολλῷ ὕστερον (Thuc. 1, 114).
    Immediately after the naval engagement at Corcyra: P. εὐθὺς μετὰ τὴν ἐν Κερκύρᾳ ναυμαχίαν (Thuc. 1, 57).
    ( Be named) after: P. and V. ἐπ (gen. or dat.).
    Behind: P. and V. ὄπισθεν (gen.).
    After all: P. and V. ρα, V. ἆρα.
    How mad I was after all, ( though I did not know it): Ar. ὡς ἐμαινόμην ἄρα (Nub. 1476).
    ——————
    adv.
    Of time: P. and V. ὕστερον, V. μεθύστερον.
    Those who come after: P. and V. οἱ ἔπειτα, P. οἱ ἐπιγιγνόμενοι, V. οἱ μεθύστεροι; see Descendant.
    Of place: P. and V. ὕστερον, ὄπισθεν; see Behind.
    ——————
    conj.
    P. and V. ἐπεί, ἐπειδή; see When.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > After

  • 16 Agree

    v. intrans.
    Say ditto: P. and V. συμφαναι, Ar. and P. ὁμολογεῖν, P. συνομολογεῖν, Ar. and V. ὁμορροθεῖν.
    Agree with ( a person or thing said): P. and V. συμφναι (dat.), Ar. and P. ὁμολογεῖν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), συναγορεύειν (dat.), V. προσᾴδειν (dat.), συναινεῖν (dat.).
    Correspond ( with): P. and V. συμφέρειν, or pass. (dat.), συμβαίνειν (dat.), συντρέχειν (dat.), συμπίπτειν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), V. ὁμορροθεῖν (dat.), συγκόλλως ἔχειν (absol.); see Correspond.
    Hold same views: P. ὁμονοεῖν, P. and V. ταὐτὰ φρονεῖν.
    Consent: P. ὁμολογεῖν, P. and V. συγχωρεῖν, συναινεῖν (Plat.), V. συννεύειν.
    Consent to: P. and V. συναινεῖν (acc.) (Xen.), ἐπινεύειν (acc.), καταινεῖν (acc. or dat.), συγχωρεῖν (dat.); see Consent.
    Promise: P. and V. πισχνεῖσθαι, ἐπαγγέλλεσθαι; see Promise.
    Make an agreement: P. and V. συμβαίνειν, συντθεσθαι, συγχωρεῖν, P. ὁμολογεῖν, διομολογεῖσθαι.
    Agree in wishing: P. and V. συμβούλεσθαι (Plat.), Ar. and V. συνθέλειν.
    Agree to, accept: P. and V. δέχεσθαι, ἐνδέχεσθαι; see Accept.
    Agree with, suit: P. and V. ἁρμόζειν (dat.).
    Settle with: P. and V. συντθεσθαι (dat.), συμβαίνειν (dat.); see Covenant.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Agree

  • 17 Argument

    subs.
    Dispute: P. and V. γών, ὁ, ἔρις, ἡ, μιλλα, ἡ, P. ἀμφισβήτησις, ἡ ; see Quarrel.
    Arguments, reasonings: P. and V. ἐνθυμήματα, τά.
    Case put forward: P. and V. λόγος, ὁ.
    Plot, story: P. σύστασις, ἡ (Arist.).
    Let us see whether Nicias thinks he is making a point, and whether he is not speaking thus for the sake of argument: P. ὁρῶμεν μὴ Νικιας οἴεταί τι λέγειν καὶ οὐ λόγου ἕνεκα ταῦτα λέγει (Plat., Laches. 196C).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Argument

  • 18 Bandy

    adj.
    P. βλαισός (Xen.).
    ——————
    v. trans.
    Bandy words: V. συμβάλλειν λόγους
    Words of reproach were bandied about: V. λόγοι... ἐρρόθουν κακοί (Soph., Ant. 259).
    Why do I thus bandy words with you? V. τί ταῦτα σοῖς ἁμιλλῶμαι λόγοις; (Eur., Hipp. 971).
    Bandy about, keep talking of: V. νὰ στόμα έχειν, ἐνδατεῖσθαι; see Circulate.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bandy

  • 19 Better

    adj.
    P. and V. μείνων, βελτων. κρείσσων, καλλων, V. λῴων (P. rare), φέρτερος, πέρτερος.
    Better in health: P. ῥᾴων.
    Be better in health, v.: ῥαΐζειν.
    ——————
    adv.
    P. and V. μεινον, βέλτιον, κρεῖσσον, κάλλιον, V. λῷον.
    More, rather: P. and V. μᾶλλον.
    Think better of: see Reconsider, Repent.
    Think better of it: V. φρόνησιν... λῴω... λαβεῖν (Soph., Phil. 1078).
    Gel the better: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν. P. περιέχειν, ὑπερέχειν.
    Get the better of: P. πλεονεκτεῖν (gen.), πλέον φέρεσθαι (gen.); see Excel, Conquer.
    If they listen to our representations so much the better: P. ἢν μὲν εἰσακούσωσί τι πρεσβευομένων ἡμῶν ταῦτα ἄριστα (Thuc. 1, 82).
    All the better: P. τοσούτῳ ἄμεινον.
    ——————
    v. trans.
    Improve: P. and V. ἐξορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    Excel: P. and V. κρατεῖν. περβάλλειν. περφέρειν (gen.); see Excel.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Better

  • 20 Bow

    v. trans.
    Ar. and P. κατακάμπτειν, Ar. and V. κάμπτειν.
    Incline in any direction: P. and V. κλνειν.
    Crush: P. and V. πιέζειν, V. γνάμπτειν.
    Humble: P. and V., καθαιρεῖν, συστέλλειν.
    Bow the head: V. νεύειν καρα.
    I am bowed down with woe: V. συνέσταλμαι κακοῖς (Eur., H.F. 1417).
    Bow the knee: V. κάμπτειν γόνυ, or κάμπτειν alone.
    V. intrans.
    Bend: P. and V. κάμπτεστθαι.
    Incline: P. and V. κλνεσθαι.
    Bend forward: Ar. and P. κύπτειν, Ar. προκύπτειν.
    Make obeisance: P. and V. προσκυνεῖν, V. προσπίπτειν, προσπίτνειν.
    Bow to: met., P. and V. ποπτήσσειν (acc.).
    Yield to: P. and V. εἴκειν (dat.), πείκειν (dat.).
    Bowing ( to fate) since they thought that all was on the way to being lost: P. ὑποκατακλινόμενοι ἐπειδὴ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον (Dem. 127).
    Since I hear you say so, I bow ( to your decision): P. ἐπειδὴ σοῦ ἀκούω ταῦτα λέγοντος κάμπτομαι (Plat., Prot. 320B).
    ——————
    subs.
    Obeisance: P. προσκύνησις, ἡ.
    ——————
    subs.
    Circular shape: P. and V. κύκλος, ὁ.
    Loop: P. and V. ἀγκλη, ἡ (Xen.).
    Weapon: P. and V. τόξον, τό.
    Of a bow, adj.: P. and V. τοξικός, V. τοξήρης.
    Armed with the bow, adj.: V. τοξοτευχής, Ar. τοξοφόρος.
    Conquering with the bow, adj.: V. τοξόδαμνος.
    Shoot with the bow, v. trans. or intrans.: P. and V. τοξεύειν; v. trans., Ar. and P. κατατοξεύειν.
    Have two strings to one's bow: see under String.
    Rainbow: P. Ἶρις, ἡ (Plat., Rep. 616B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bow

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»