-
1 проехать
-еду, -едешь ρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•
он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.
|| διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.
2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).εκφρ.проехать на чей счёт ή по адресу кого – βλ. στη λ. пройтись.
См. также в других словарях:
τἀφ' — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) ἀπαί , ἀπό ápa poetic indeclform (prep) ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιβιοτάφος — ἰβιοτάφος, ὁ (Α) ο νεκροθάφτης τού ιερού πτηνού ίβις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + ταφος < θ. ταφ : τάφ ος, ε τάφ ην), πρβλ. ά ταφος] … Dictionary of Greek
θάπτω — (AM θάπτω) βλ. θάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ τω < *θαφ , το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ και ταφ (με τον νόμο τής ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE *dhmbh «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα *dhembh τής ρίζας δεν απαντά) + επίθημα τω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κριοτάφος — κριοτάφος, ὁ (Α) αυτός που έθαβε ιερά κριάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + τάφος < θ. ταφ (πρβλ. ἐ τάφ ην, παθ. αόρ. β τού θάπτω), πρβλ. ιβιο τάφος, ιερακο τάφος] … Dictionary of Greek
νεκροτάφος — νεκροτάφος, ὁ, θηλ. νεκροταφίς, ίδος (Α) το άτομο που θάβει τους νεκρούς, ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τάφος (< θ. ταφ , πρβλ. ἐ τάφ ην, αόρ. β τού ρ. θάπτω), πρβλ. ιερακο τάφος, κριο τάφος] … Dictionary of Greek
ομόταφος — ὁμόταφος, ον (Α) αυτός που έχει ταφεί μαζί με άλλον, ο θαμμένος μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. σύν ταφος] … Dictionary of Greek
συνταυρόταφος — ὁ, A αυτός που θάβει ταύρους με τη βοήθεια άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταῦρος + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. κριό ταφος] … Dictionary of Greek
σύνταφος — και αττ. τ. ξύνταφος, ον Α αυτός που είναι θαμμένος στον ίδιο τάφο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. ἀπό ταφος] … Dictionary of Greek
τάφος — Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. * * * (I) ο, ΝΜΑ λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ… … Dictionary of Greek
θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek